Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Θωμάς Ιωάννου: «Σε μια σταλιά στεριάς προτού πνιγώ»


thomas ioannou kentriki


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΜΕΓΑ ΤΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΚΡΑΤΟΣ (αδημοσίευτο)

Μας άφησαν στη θάλασσα
Με κουβαδάκια πλαστικά
Να χτίζουμε στην άμμο
Μάθημα πρώτο της ζωής
Που αλμυρά το πλήρωσα

Κι ο ήλιος που ήταν αδερφός
Με έκαψε ολόκληρο
Τις στάχτες μου στο πέλαγος σκορπώντας
Πρίμα να πάω στα κομμάτια

Μα όσο έχει άμμο η κλεψύδρα μου
Θ’ αφήσω τούτη την ακτή
Να ανοιχτώ χεριά χεριά
Με κύματα κι ανέμους να τα βάλω
Έστω κι αν πάω αύτανδρος
Μα άνανδρος μη ζήσω

Αντί σωσίβιο να ψάχνω να πιαστώ
Σε μια σταλιά στεριάς προτού πνιγώ
Χίλιες φορές μια τρύπα στο νερό
Να κάνω


Ο Θωμάς Ιωάννου γεννήθηκε το 1979 στην Άρτα. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα. Σπούδασε Ιατρική στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως Νευρολόγος. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Ιπποκράτους 15 κυκλοφόρησε το 2011 (β΄ έκδοση 2014) από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν για την οποία τιμήθηκε ομοφώνως με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2012 από το Υπουργείο Πολιτισμού. Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, στον ημερήσιο τύπο και σε ανθολογίες. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του τριμηνιαίου περιοδικού ποίησης «Τα Ποιητικά». Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά και Ρουμανικά. Tον Απρίλιο του 2017, η Ιπποκράτους 15 κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα Γαλλικά, από την Clio Mavroeidakos (Κλειώ Μαυροειδάκου) σε δίγλωσση έκδοση, από τις εκδόσεις Desmos.


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

 πηγή:bookpress.gr

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

20 ποιητές - 20 ποιήματα



Για την Παγκόσμια Μέρα Ποίησης, διάλεξα 20 νεοέλληνες ποιητές – ποιήτριες κι ένα ποίημα από τον καθένα / την καθεμιά. Κριτήρια είναι α. η ποιότητα β. η ιδιαιτερότητα του ποιήματος (π.χ. ποίημα πεζογράφου, ποιήματα όχι πολύ γνωστά ή στίχοι τραγουδιού / μελοποιημένα ποιήματα,) ή του δημιουργού γ. η μη μεγαλοστομία και η μη στράτευση σε οτιδήποτε δ. να μη ζει πια ο ποιητής. Η παράθεση γίνεται με βάση τη χρονολογική σειρά της γέννησης. Αν έστω κι ένα απ΄ τα ποιήματα που ακολουθούν σάς «πει» κάτι, η μικρή αυτή προσπάθεια θα έχει πετύχει το στόχο της.
1. Γεώργιος Βιζυηνός (1849 – 1896)

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
–Θεός να μην το κάμη
να γίνη αληθινό!
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμό σαν το φεγγάρι,
σαν νύχτα σιγανό.
Αγέρας το παράσπρωχνε
με δύναμη μεγάλη,
σαν νάθε' να το βγάλη
απ' της ζωής την μέση.
Και το νερό, π' αχόρταγα
τα πόδια του φιλούσε,
θαρρείς το προσκαλούσε
στ' αγκάλια του να πέση.
–Δεν είν' αγέρας, σκέφθηκα,
και σένα που σε δέρνει.
Η απελπισιά σε παίρνει
κι η απονιά του κόσμου!
Κι εχύθηκ' απ' τον θάνατο
τον δύστυχο ν' αρπάξω…
Ωιμέ! Πριν ή προφθάξω
εχάθηκ' απ' εμπρός μου!
Στα ρέματα παράσκυψα,
να τον ευρώ γυρεύω.
Στα ρέματ' αγναντεύω–
Το λείψανό μ' αχνό!…
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
–Θεός να μην το κάμη
να γίν' αληθινό!

2. Κ. Π. Καβάφης (1863 – 1933)

Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.
Κεφάλαια μεγάλ’ αν έχει αμφιβάλλω.
Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κρίσι
εξαφνικά τας πληρωμάς της σταματήσει.

3. Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928)

ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

4. Μήτσος Παπανικολάου (1900 – 1943)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.
Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα—
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.
Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά...
Μα απόψε απ' τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.
Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ' έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα...
Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν' απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.

5. Γιώργος Σεφέρης (1900 -1970)


ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ, Ζ΄
Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.
Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.

6. Αντρέας Εμπειρίκος (1901 – 1975)

Η ΑΝΟΔΟΣ
Οι λέξεις όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός
Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν
Με άνδρες που σπέρνουν και γυναίκες που μιλούν
Μέσα στους ποππυσμούς των φιλημάτων
Σαύρες περνούν μέσα στα ρίγη των ακτών
Πελάγους που απλώνεται μέχρι την άμμο
Με πλαταγίσματα με παφλασμούς
Ολίγον πριν ο ήλιος ανατείλη
Ενώ ακούονται φωνές των ραψωδών της ύλης
Και αλαλαγμοί αλέκτορος ορθίου
Επί μιας στήλης άλατος χωρών μεσημβρινών
Όταν ογκούνται οι πόθοι στους αιγιαλούς
Μυριάδων που πορεύονται μεσ' στις ριπές του ανέμου
Μπροστά στα μάτια των ολβίων κορασίδων
Που κύπτουν με τα στήθη των εγγίζοντα το ύδωρ
Το καθαρό νερό των ρυακιών
Ώσπου να βρουν και να αισθανθούν στα σώματα και στας ψυχάς των
Άνευ ορίων άνευ όρων
Την κεκτημένη άνοδον της ηδονής.

7. Μαρία Πολυδούρη (1902 – 1930)

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.

8. Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας» (1907 – 1970)

ΤΟ ΞΕΚΡΕΜΑΣΑ ΚΙ ΑΠΟΨΕ
Το ξεκρέμασα κι απόψε
Το παλιό μου μπουζουκάκι
για να σπάσουμε μεράκι
με μια αγάπη μου παλιά
για να σπάσουμε μεράκι
με μια αγάπη μου παλιά.
Το ξεκρέμασα κι απόψε
στο δικό της το χατίρι
κι όπως πλάι μου θα γείρει
τραγουδάκι θα της πω
κι όπως πλάι μου θα γείρει
τραγουδάκι θα της πω.
Θα της πω για την αγάπη
που 'ναι τώρα πια χαμένη
μα θα είναι ριζωμένη
όσα χρόνια κι αν θα ζω
μα θα είναι ριζωμένη
όσα χρόνια κι αν θα ζω

9. Νίκος Γκάτσος (1911- 1992)

ΕΙΣΟΥΝ (ΗΣΟΥΝ) ΜΙΑ ΒΡΥΣΗ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ
Όταν την πόρτα μου χτυπήσεις κάποια μέρα
μετανιωμένη θα κατέβω τα σκαλιά
να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά
που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα.
να θυμηθούμε λίγο λίγο τα παλιά
που γίναν στάχτη και καπνός μες στον αγέρα.
Είσουν (Ήσουν) μια βρύση τ' ουρανού κι ήμουν μια στάλα
πικρή μου αγάπη στον απάνω μαχαλά
μέρα και νύχτα κάναμ' όνειρα πολλά
μέρα και νύχτα κάναμ' όνειρα μεγάλα
μέρα και νύχτα κάναμ' όνειρα τρελά
μέρα και νύχτα κάναμ' όνειρα μεγάλα.
Όλα χαθήκαν κι η ζωή μας πήγε στράφι
μας βρήκαν μπόρες μες στου κόσμου την ψευτιά
ποιος ξέρει η μοίρα στα κρυφά της τα χαρτιά
τι άλλη απόφαση για μας τους δυο να γράφει.

10. Μιχάλης Κατσαρός (1919 – 1998)

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ
Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Aνάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν' αναστήσω.
Tα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν
όλα δολοφονούνται.
Tώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι
ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις
σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσονται
χειραψίες
φριχτά υπομνήματα
παρευρίσκονται στις γιορτές, υποκλίνονται-
Tώρα πεθαίνουν.
Ω Pόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές,
Ω Tέλμαν, Tάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Oι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις
οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Eγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Mαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ' αυτή τη φωτιά
ο Kος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Kος πρέσβης;
Kαι τώρα τι πρέπει να γίνει
σ' αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ' αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;

11. Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005)


Η ΣΚΗΝΗ
Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει
ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ
τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει
μὲ λουλούδια
ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ
δυὸ σώματα ἐρωτικὰ
στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια
καὶ πεταλοῦδες
ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στὴ γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
τὶς πλευρὲς
δὲ θά ΄ταν φρόνιμο κανεὶς
νὰ τοὺς τραβήξει
ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα
στὸν ἔρωτα
Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
ἔγδερνε τὶς πόρτες

12. Άρης Αλεξάνδρου (1922 – 1978)


Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ ΛΑΜΠΑ
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε τους τοίχους του κελιού
ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί
                         σαν ουρλιαχτό
                                                 σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
ήμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ’στελναν γραμμένα με λεμόνι
οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου
κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη φλόγα.

13. Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 – 2005)

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ
Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι
                                                               αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που
                                                                     προσέφερες.
A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

14. Γιώργος Ιωάννου (1927- 1985)

ΤΟ ΜΟΝΟ
Ανήκω πλέον σ’ όλα τα Ταμεία∙
πληρώνω Φόρο Καθαράς Προσόδου,
Ταμείο Αρωγής, Ταμείο της Προνοίας,
Υγειονομική Περίθαλψη, Έκτακτη Εισφορά,
Μετοχικό Ταμείο, για δυο λόγους,
Ταμείο της Συντάξεως, Ταμείο Ασφαλείας.
Τώρα το μόνο που μπορώ είναι να αρρωστήσω…

15. Μάριος Χάκκας (1931- 1972)


ΜΥΡΤΩ ΣΤΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΛΙΑΚΑΔΑ, ΙV
Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων
Οι κάμαρες δε βλέπουν τη βροχή.
Μόνο κοιτάζουν σ’ άδειες ντουλάπες
σ’ ένα λαβομάνο χωρίς σεμνοτυφία
σ’ έναν καθρέφτη που μετράει ρυτίδες
χωρίς πρόσωπο ένα πόδι γυμνό
σκοπεύει τα κλειστά παράθυρα
κι είναι βγαλμένα πάνω στο σεντόνι
ζαρτιέρες μάτια και στηθόδεσμος

16. Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου (1931 – 1996)

ΕΡΕΙΠΙΟ ΑΠ΄ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
να με ξεπλύνεις απ’ την περασμένη άνοιξη
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω

17. Βύρων Λεοντάρης (1932 – 2014)

Η ΟΜΙΧΛΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης.
Σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.

18. Κατερίνα Γώγου (1940 – 1993)

[ΠΑΕΙ. ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ]
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

19. Γιάννης Βαρβέρης (1955- 2011)

ΤΙ ΝΑ ’Ν’ ΤΟ ΣΩΜΑ
Μην είν’ οι κάμποι, τα ψηλά βουνά;
Κάτι από δύση θα ‘ναι πάντως σε κραιπάλη
κι έχει στολίδια του μαντείες
να μη σαστίζει σ’ αλλαξοκαιριές.
Πάλι μπορεί και να ‘ναι πέρασμα ενός τραίνου
κι όχι το πέρασμα ενός τραίνου επακριβώς
αλλά η ησυχία της διάβασης: -δυο ησυχίες:
εκείνη που προηγείται κι αυτή που έπεται.
Ή το πιο απίθανο, μες στον κοιτώνα
καθώς επικρατεί το σκόρπισμα του ελέους
κι οι αψήφιστες ραγισματιές στο ημίφως
να ‘ναι μια σάρκα που φτεροκοπά
ενώπιον των οστών της.

20. Διονύσης Μενίδης (1956 – 2014)

ΑΡΧΑΪΚΟΝ
Με το χαμόγελο στα χείλη
Κοιτώντας κατάματα τη Σιωπή
Το αποφασιστικό βήμα έγινε.
Στάση ζωής η κίνηση της ψυχής τους
Πολεμώντας να ενώσουνε την αρχή με το τέλος
Κι η κόψη του ξυραφιού το πιο σίγουρο έδαφος
Ο τόπος τους. Τ΄ όνομα και το πρόσωπο η ομορφιά τους.
Έλληνες αεί παίδες.
Διαλέξανε να είν΄ αυτοί που δεν έχουνε το θεό τους.

Κικὴ Δημουλᾶ - Ποιήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΙΚΗ

Η Κική Δημουλά (Αθήνα, 6 Ιουνίου 1931 - Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2020) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της ποίησης.
Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1955) και την Έλση (1957). Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Έκανε την εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη συλλογή «Έρεβος». Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της «Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για την «Εφηβεία της λήθης», στην οποία περιλαμβάνεται το ποίημα «Σαν να διάλεξες», όπου η ποιήτρια συνδέει μια βόλτα στη λαϊκή αγορά με το μοιραίο του θανάτου: «Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε./ Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά/ πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο/ που έχει η εκλογή σου. [...] Tο πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια./ Για εξοικείωση./ Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια».
Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα », «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Στις 16 Ιανουαρίου 2020, η υπουργός πολιτισμού πρότεινε την Κική Δημουλά, με επίσημη επιστολή της προς την Επιτροπή, για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η Κική Δημουλά εισήλθε στις 2 Φεβρουαρίου 2020 σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας λόγω της χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας από την οποία έπασχε και τελικά, απεβίωσε 20 ημέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου 2020. Τάφηκε στις 25 Φεβρουαρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη, παρουσία συγγενών, εκπροσώπων των γραμμάτων και τεχνών και του πολιτικού κόσμου μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Πολωνικά, τα Βουλγαρικά, τα Γερμανικά και τα Σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία. Η ποίηση της δεν ήταν εύκολα μελοποιήσιμος, εντούτοις υπήρξαν ποιήματα όπως τα Στην Αγκαλιά της Άκρης, Ο Πληθυντικός Αριθμός, Βράδιασε, τα Ξαναλέμε κ.α που μελοποιήθηκαν μεταξύ άλλων από τον Θάνο Μικρούτσικο τον Μάνο Ξυδύς.

Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες
οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν.
Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του
κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες...

Ποιήματα απὸ τις συλλογές της, σε αλφαβητικὴ σειρά


ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.
Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.
Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.
Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ

ΙΙ
Καὶ
φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ
νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς;
Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη.
Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη,
ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ
ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα
τῶν λησμονητέων.
Βρέχει ἀπὸ χτές.
Ὅ,τι βλέπω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίου
θέλει νὰ χαθεῖ. Μὲ τὸ ζόρι συγκρατῶ ἀντίκρυ
τοὺς κίονες μὴν πέσουν τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας
-νὰ προσέξω ὅταν θὰ καθαρογράφω αὐτὴ τὴ θέα
μὴ μὲ παρασύρει ὁ δαίμων τῆς συνήχησης
καὶ γράψω Προνέας. Θὰ ποῦν πὼς ξεναγῶ
στὰ ἐρείπια καθρέφτη.
Βρέχει. Καταφεύγουν στὸ ἑστιατόριο
μεγάλες παρέες θορύβων.
Συντοπῖτες, ἐραστὲς τῆς ἱστορίας, ζευγάρια
Ἐρωτευμένα –σπουδαστὲς τοῦ μέλλοντός τους
περιηγητικοὶ συνταξιοῦχοι,
ἀναπαλαιωτὲς τῆς ἀνίας οἰκογένειες
σωματεῖα πρόεδροι ὁμιλήτριες ἀνθοδέσμες.
Ρέουν ξένες γλῶσσες σὲ ποτηράκια τῆς δικῆς μας
ξιφομαχεῖ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα ἡ βροχὴ
καταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλια
κρασιοῦ ξελαιμιάζονται νὰ διηγοῦνται
ἀνέκδοτα ἀστεῖα σπᾶνε γέλια.
Οἱ σερβιτόρες ἐντυπώσεις πηδοῦν ἐκστασιασμένες
ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι
κραυγαλέα ἐπιδόρπια παραγγέλνει ἡ συντροφικότης.
Ἐνῷ ἐγὼ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα
μὲ τὸ ἕνα ἀπολλώνειο κουβέρ μου.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.
Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξη
γιατὶ καὶ μέλισσες βλέπω
νὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη,
μὲ περιπάθεια καὶ πίστη
νὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της.
Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸς
νόμος τοῦ παρελθόντος,
μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου.
Ἂν μένει πάντα κάποια γῦρις
στὰ τελειωμένα πράγματα
γιὰ τὴν ἐπικονίαση
τῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπης
καὶ τῆς ποίησης.

Ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.

Αποτέλεσμα εικόνας για ρουκ ποιηματα\

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η μεγάλη ελληνίδα ποιήτρια που μας έμαθε τον έρωτα, την απώλεια και τη φθορά, πέρασε στην αιωνιότητα και μαζί με εκείνη και η ποίηση της. Ο γάργαρος λόγος της, ο έρωτας με τις λέξεις – μια φωνή που δεν θα σιγήσει, ούτε στην εμβέλεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ποίησης αλλά ούτε στις καρδιές μας. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά ποιήματά της, διαλεγμένα από τις  18 ποιητικές συλλογές της.
Η πρώτη της ποιητική δημοσίευση στο περιοδικό «Καινούργια εποχή», «Μοναξιά», σε ηλικία 17 χρονών, «μια ηλικία όπου το μπουμπούκι ανοίγει και έρχεται σε επαφή με το ζουμί της ζωής. Τότε εμφανίζονται τα πρώτα συννεφάκια. Η ζωή δεν είναι ο παράδεισος που νομίζει κανείς ως παιδί. Θλίβεσαι καθώς περιμένεις να πραγματοποιηθούν τα όνειρά σου».
Μοναξιά (1956)
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

 Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.

Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978)
Δεν θα ’μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλ’ είναι θρίαμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του ονείρου,
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μου ’διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ·
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
που συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πως θα φύγω πρώτη.

Η ανορεξία της ύπαρξης (2011)
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.

Υπενθυμίσεις του έρωτα (2011)
Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου. 

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης – 21 Μαρτίου 2020. H Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ,ο Γιάννης Δάλλας και η Κική Δημουλά απαγγέλλουν ποιήματά τους.


Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης – 21 Μαρτίου 2020

Στις 21 Μαρτίου 2020 γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Με αφορμή την ημέρα αυτή, η οποία καθιερώθηκε από την Unesco το 1999- ύστερα από εισήγηση του τότε Προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων Β.Βασιλικού και μετά την επιτυχημένη καθιέρωση του θεσμού στην Ελλάδα- το Αρχείο της ΕΡΤ παρουσιάζει τρεις σπουδαίους Έλληνες ποιητές που έφυγαν από τη ζωή μέσα στο 2020, να απαγγέλλουν ποιήματά τους.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 2020, απαγγέλλει το ποίημά της “Μοναξιά”, το πρώτο ποίημα που έγραψε το Φθινόπωρο του 1956. Το απόσπασμα προέρχεται από την εκπομπή “Μονόγραμμα” (2017), σε παραγωγή Γιώργου Σγουράκη και σκηνοθεσία Χρίστου Ακρίδα.
Ο Γιάννης Δάλλας απαγγέλλει το ποίημα “Υπόμνημα σε μια Σερενάδα, Βενετία ‘90 μ.Χ.”, από τη συλλογή “Αποθέτης” (1993). Ο σημαντικός ποιητής έφυγε από τη ζωή στις 24 Φεβρουαρίου 2020. Το απόσπασμα προέρχεται από το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ “Παρασκήνιο” με τίτλο «Το πέρασμα του χρόνου οι ποιητές Τίτος Πατρίκιος, Γιάννης Δάλλας, Γιάννης Κοντός μπροστά σε παλιές φωτογραφίες» (1998), Έρευνα – Σκηνοθεσία: Αντώνης Τσάβαλος.
Τέλος, η Κική Δημουλά, απαγγέλει το ποίημά της “Το κοριτσάκι με τα σπίρτα” [συλλογή “Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως” (2007)], κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στη Βίκυ Φλέσσα στην εκπομπή “Στα άκρα” (2009).
Μπορείτε να δείτε ολόκληρες τις εκπομπές εδώ:
Μονόγραμμα –Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ
https://webtv.ert.gr/ert2/monogramma/10ian2018-monogramma/
Παρασκήνιο – Το πέρασμα του χρόνου οι ποιητές Τίτος Πατρίκιος, Γιάννης Δάλλας, Γιάννης Κοντός μπροστά σε παλιές φωτογραφίες
https://archive.ert.gr/6710/
Στα άκρα-Κική Δημουλά
https://webtv.ert.gr/ert1/sta-akra/23fev2020-sta-akra-kiki-dimoyla-afieroma-sti-mnimi-tis/
ΠΗΓΗ: ert.gr

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΩΝΑΣΗ Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΒΑΦΗ


Ο Κ. Π. Καβάφης φρόντιζε να συγκεντρώνει και να αρχειοθετεί το έργο του συστηματικά, δημιουργώντας έτσι ένα μοναδικό λογοτεχνικό και προσωπικό αρχείο. Το Αρχείο Καβάφη περιλαμβάνει χειρόγραφα καβαφικών ποιημάτων, έντυπες αυτοσχέδιες εκδόσεις, πεζά λογοτεχνικά κείμενα, άρθρα, μελέτες και σημειώσεις του ποιητή. Ανακαλύψτε όλα τα παραπάνω, καθώς και το προσωπικό αρχείο του Κ. Π. Καβάφη με πλούσια αλληλογραφία, κείμενα και φωτογραφίες, στην ψηφιακή συλλογή του Αρχείου Καβάφη.
Το αρχείο Καβάφη περιήλθε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012. Εξασφαλίστηκε έτσι η παραμονή του στην Ελλάδα και αποφεύχθηκε ενδεχόμενος κατακερματισμός του. Στόχος ήταν και παραμένει η ανοιχτότητα και η προσβασιμότητά του σε κοινό και ερευνητές, καθώς και η διάδοση του έργου του Αλεξανδρινού ποιητή και του διεθνούς χαρακτήρα της ποίησής του.
Για να δείτε τη συλλογή κένετε κλικ εδώ:

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης

 πηγή:in.gr

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης | in.gr
Εκατόν πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη.

Εκατόν πενήντα χρόνια συμπληρώνονται το 2018 από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη, που καθιερώθηκε ως «ποιητής του βουνού και της στάνης», αλλά υπήρξε σίγουρα κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό.
Ο Κρυστάλλης λάτρεψε και εξύμνησε τη φύση με έναν τρόπο αγαπητικό και απελευθερωτικό. «Ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ», εξηγούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για τη δική του λογοτεχνία, «δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στην ίδια γραμμή, εκτός από τη σαφώς θρησκευτική διάθεση του προκατόχου του (ο Παπαδιαμάντης ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του), κινήθηκε ο Κρυστάλλης, που κατόρθωσε να κάνει ταυτοχρόνως και άλλα πολλά, μολονότι πέθανε σε ηλικία εικοσιέξι ετών.
Το ενδιαφέρον για τον Κρυστάλλη αυξάνει σταθερά στις ημέρες μας. Ήδη για την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννησή του διοργανώνεται στις 21 Ιουλίου στο Συρράκο, τη γενέτειρά του, πανηγυρικός εορτασμός από το Δήμο Τζουμέρκων.
Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, όπως και οι άλλες σχετικές εκδηλώσεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια της χρονιάς στην Αθήνα ή σε άλλες πόλεις της Ηπείρου.
Το Σάββατο 21 Ιουλίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καταθέσει στέφανο στο μνημείο των ηρώων και θα επισκεφθεί το σπίτι του Κρυστάλλη και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Θα ακολουθήσει ημερίδα που θα πραγματοποιηθεί στο Συνεδριακό Κέντρο του Συρράκου «Κώστας Κρυστάλλης». Θα συμμετάσχουν ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας και ο πεζογράφος Βασίλης Γκουρογιάννης, ενώ θα απαγγείλει η ηθοποιός Ελένη Ζιώγα (υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της ημερίδας είναι οι Ευάγγελος Αυδίκος, Σπύρος Νταλαούτης, Μανόλης Μαγκλάρας και Ιπποκράτης Αλέξης).
Ο Κρυστάλλης έζησε στο Συρράκο μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων με έδρα τα τουρκοκρατούμενα τότε Γιάννενα. Ο γιος του φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή, αλλά διέκοψε τη φοίτησή του το 1885, πιθανόν λόγω προβλημάτων της υγείας του. Ένα ποίημα που δημοσιεύει ο Κρυστάλλης το 1885, υπό τον τίτλο «Αι σκιαί του Άδου», θα έχει ως αποτέλεσμα τη δίωξή του από τις τουρκικές αρχές (το ποίημα αναφερόταν στον Αγώνα του 1821) και τη διαφυγή του στην Αθήνα. Την ίδια ώρα στην Ήπειρο, για την απελευθέρωση της οποίας συνέβαλε με όλες τις οικονομικές του δυνάμεις ο πατέρας του, τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδικάζουν σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη.
Στην Αθήνα ο Κρυστάλλης θα δουλέψει πρώτα στο τυπογραφείο των εκδόσεων Φέξη και κατόπιν στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη. Εν συνεχεία θα διοριστεί ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου, αλλά θα αναγκαστεί σύντομα να αναζητήσει καταφύγιο στην Κέρκυρα, έχοντας ήδη προσβληθεί από φυματίωση. Ο οργανισμός του όμως δεν αντέχει και εντέλει πεθαίνει το 1894 στην Άρτα, όπου μένει η αδελφή του. Αυτή ήταν η θανάσιμη έκβαση της δουλειάς στο τυπογραφείο και της φτώχιας που ανάγκαζε τον ποιητή να ζει σε σκοτεινά υπόγεια. Μοναδική του διέξοδος, όσο ζούσε, οι εκδρομές στην Πεντέλη, τον Υμηττό και την Πάρνηθα και η ποιητική ανάκληση των τοπίων της Πίνδου, που τροφοδότησαν από την αρχή μέχρι το τέλος τους στίχους του.
Πιστός στις αξίες που έθρεψαν και στήριξαν τον κόσμο του, ο Κρυστάλλης επιδόθηκε και σε ένα άλλο έργο: τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού – ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια και ποικίλες παραδόσεις, που πέρασαν και στην πεζογραφία του, όπου κατέγραψε, μεταξύ άλλων, τις πολιτικές πρακτικές της εποχής του και το φαινόμενο της ληστοκρατίας. Η λαογραφική έρευνα του Κρυστάλλη αποτυπώθηκε στους τόμους του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού» των Μπαρτ και Χιρστ (1892 και 1893), ενώ η τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» (1893) επιβεβαίωσε τους βαθείς, οργανικούς δεσμούς του με το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτική γλώσσα.
Ο Κρυστάλλης κατηγορήθηκε από τους παλαιότερους λογοτεχνικούς κριτικούς ως άγονος αντιγραφέας του δημοτικού τραγουδιού, ως ένας μιμητής που δεν είχε τίποτε από την ψυχή, τη φρεσκάδα και τη δύναμη του πρωτοτύπου. Σήμερα, όμως, ξέρουμε αυτό που έχει από καιρό αποδείξει ο Λίνος Πολίτης: ο στίχος του Κρυστάλλη μπορεί άνετα να διεκδικήσει την αυτονομία του από τις πηγές του δημοτικού τραγουδιού, κερδίζοντάς μας αμέσως με το ζωντανό και απολύτως προσωπικό του τόνο. «Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού» επιμένει ο Λ. Πολίτης («Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998).
Τα δημοτικά τραγούδια και παραμύθια εξάλλου, μαζί με τη λαϊκή τέχνη, τις ντοπιολαλιές και την παράδοση, ενδιαφέρουν τους περισσότερους συγγραφείς της Γενιάς του 1880, που είναι η γενιά του Κρυστάλλη. Οι ηθογράφοι αυτής της γενιάς ήταν χωρισμένοι στα δύο. Από τη μια μεριά έστεκαν εκείνοι που ήθελαν να ωραιοποιήσουν και να εξιδανικεύσουν την ύπαιθρο. Από την άλλη ήταν όσοι επιζητούσαν να αναδείξουν τη δύσκολη, σκληρή καθημερινότητά της μαζί με το βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Ο Κρυστάλλης αγαπά από τα βάθη της καρδιάς του τη φύση, αλλά δεν είναι εξιδανικευτικός, ενώ ο λαϊκός πολιτισμός αναδεικνύεται στη δουλειά του σαν σάρκα εκ της σαρκός του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Παπαδιαμάντη.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΜΕΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!

Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ

Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;

Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ

Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.

Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ

Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!

Ὁ τρύγος

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.

Πόθοι

Θ. Πασχίδη ἀδελφῷ
θανόντι ἐν ἐξορίᾳ
Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;...
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!...
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!...
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...
Ἀττικὸν Μουσεῖον, τόμος 3, ἀρ. 14 (1890), σ. 143.

Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς

Πλένει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιές της,
κι οἱ ὀμορφιές της λάμπουνε, κι ἀστράφτουν στὸ κορμί της
ἀράδες τ᾿ ἀσημόκουμπα κι ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
καὶ στὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράιδα.
Πέρασε κ᾿ ἕνας σταυραετός, πέρασε ἀπάνω ἀπάνω,
καὶ σὰν νὰ νοιάστηκε κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης,
χαμήλωσε ὡς στὸν ποταμὸ κι ἁρπάζει τὴν ποδιά της,
τὴ λαχουριά της τὴν ποδιά, τὴ χρυσοκεντημένη,
ποὖχε ξομπλιάσει ἀπάνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ σκούζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαίει τὴν ποδιά της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χάθηκε μέσ᾿ στὰ ἀστέρια.
Σὲ λίγες μέρες ὕστερα ταράχθηκεν ἡ χώρα,
παγάνα πῆραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
καὶ δείχνουνε στὲς λυγερὲς ποδιὰ γεμάτη ἀστέρια,
καὶ σ᾿ ὅποιας πιάσει τὸ κορμί, καὶ ὅποια τὴν πεῖ δική της,
ἐκείνη θὰ τὴν πάρουνε μαζί τους στὸ παλάτι.
Πέρασαν, πέρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
δείχνοντας τὴ χρυσὴ ποδιά, κι οὔτε κι εὑρέθη κόρη
νὰ τῆς ταιριάζει στὸ κορμὶ καὶ τὴν πεῖ δική της.
Καὶ στῆς Μαριῶς πᾶν τὸ χωριὸ καὶ δείχνουνε στὲς κόρες
ἀράδα ἀράδα τὴν ποδιά, καὶ τὴν γνωρίζουν ὅλες.
Μέσα στὲς ἄλλες ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀράδα,
καὶ κοκκινίζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παίρνει καὶ τὴν ζώνει,
τήνε γνωρίζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ τήνε παίρνουνε μαζί, τὴν φέρνουν στὸ παλάτι.
Παίρνουν αὐτοὶ τὸ τάμα τους, κι ὁ βασιλιὰς τὴν κόρη.
Ἡμερολόγιον Σκόκου, τόμος 6 (1891), σ. 113.

Ἡ νησιωτοπούλα

Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ᾿ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φορὲς-φορὲς τὸ κέντημα κεντοῦσε μὲ τραγούδια,
φορὲς-φορὲς πισώριχνε τὰ ξεπλεγα μαλλιά της.
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος π᾿ ἁπλώνετο μπροστά της,
καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κ᾿ ἐχτύπαγε τὰ στήθια,
γιατ᾿ ἀγριεμένο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο·
κι αὐτὴ εἶχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβεῖ τὸ βράδυ,
κι ἀπ᾿ τὸ νησὶ τ᾿ ἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
ὁ ἀγαπημένος της νἀρθεῖ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε· σκοτάδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημά της τ᾿ ὄμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ καὶ τὸν ἀκαρτεράει.
Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀστέρια πέρα πέρα,
φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφὲς ἀφράτες,
καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νιὰ κι ἀκαρτέρει στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
καὶ σποῦνε μέσ᾿ στὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὧρες τηράει τὸ πέλαγο, ὧρες τηράει μπροστά της,
νέφια καὶ κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
ἂν εἶδαν κάπου νάρχεται τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ἀναστενάζουνε βαριὰ-βαριὰ τῆς νιᾶς τὰ στήθια.
Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κ᾿ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπάνουν στ᾿ ἀκρογιάλι·
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
νὰ ψηλωθεῖ, νὰ ψηλωθεῖ, τὰ βράχια νὰ περάσει,
καὶ νὰ τὴν πνίγει στὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη πίσω,
καὶ κλειώντας τὴν ἀγκάλη της, ποὺ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθεῖ, σφίγγει στὰ στήθια ἀπάνου
παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.
Ταχιὰ ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα μερέψαν,
καὶ οἱ ψαράδες πὤριχναν στὸ πέλαγο τὶς βάρκες,
στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μέσ᾿ στὰ βράχια βρίσκουν
παραριγμένα δύο κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.
Ἀττικὸν Μουσεῖον, Τόμος 3, Ἄρ. 9 (1890),
Ἡμερολόγιον Σκόκου, Τόμος 6 (1891), σ. 89.

Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο

Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.

Ἡ καπετάνισσα

Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!