Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

"ΑΤΣΑΛΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΟΥΒΑΤΖΗ

Ατσάλι και φωτιά

Τα όνειρά μας είναι χώμα και νερό
σαπίζουν σε ανήλιαγα κελιά
ψάχνουν αέρα να αναπνεύσουν
εισπνέουν δακρυγόνα και καυσαέριο
σέρνονται στην άσφαλτο
στοιχειώνουν τους δρόμους
Τα όνειρά μας είναι πεφταστέρια
που λάμπουν για λίγο στον ουρανό
πριν ξεψυχήσουν,
λόγια που τα παίρνει ο άνεμος,
κύματα που σβήνουν στην ακτή

Τα όνειρά μας είναι ατσάλι και φωτιά
καίνε τους φόβους μας
φωτίζουν τις σιωπές μας
Τα όνειρά μας είναι αχαρτογράφητα νησιά,
παρθένα δάση, άπαρτες βουνοκορφές
Τα όνειρά μας είναι αγέννητα παιδιά
που ζωγραφίζουν το μέλλον


Νίκος Σουβατζής

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (20/4/1908 - 25/2/1941)


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Περιοδικό Η ΛΕΞΗ: Τέλλος Άγρας "Γιώργος Σαραντάρης" Από το αρχείο ΕΚΕΒΙ


ΠΟΙΗΜΑΤΑ
http://www.sarantakos.com/kibwtos/s-sarantaris.html

http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/giwrgos_sarantarhs_poems.htm


ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ (ΙΙ)

Εμείς οι Έλληνες
     που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο
                             σε άμοιρη στεγνή γη
     που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα
                             η πλούσια ανάμνηση
                                   ο άφθονος ήλιος
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
                 ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
                        που γέρασαν σαν δέντρα
            μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
  και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
     ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
                    πουλιά που κρυώνουμε
       και δε νοιαζόμαστε να στήσουμε
                       σε πιο πράσινο χώρο
                                        τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβάσουμε
    στην τύχη μας μια ώρα που δεν σβήνει
             στα χέρια μας στα νιάτα μας
         μια φούχτα δύναμη και θάρρος
           που τηνε χρειάζεται  και χαιρετάει
                                ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούργιο δρόμο
                    για τις ανθρώπινες ψυχές;

                                                      Γ.Σ.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (1792 - 1869)

Ανδρέας Κάλβος
Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος 1792 - Λονδίνο 1869)     Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812. Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια. Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου. Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα. Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση.
    Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς".
    Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη σαραντάρα Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
    Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.

Η ΛΥΡΑ (1824)

    Οι πρώτες δέκα Ωδές του Ανδρέα Κάλβου εκδόθηκαν στην Γενεύη το 1824.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ
    Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια,
και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα,
χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα
της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.

    Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος
η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων·
και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα
του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες
την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα,
αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη
τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.


Ωδή πρώτη
Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
    Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
                τα χρυσά δώρα!
[β'-ια']
    Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
                με κυριεύει.
    Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
                αργυρά τόξα.
    Και σήμερον τα δένδρα
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
                η Νηρηίδες.
    Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι
εχάιδευσαν το στήθος
                της Κυθερείας.
    Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
                θαλάσσια ξύλα·
    Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι,
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
                άνθος παρθένων.
[ιη'-κβ']
    Ας μη μού δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
                εις την πατρίδα.



























Ωδή δευτέρα
ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ
    Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
                θεάς την σμύρναν.
    Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής, τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
                ιδού πετάουν.
    Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ' όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
                και δειλιάζει.
    Ποτέ, ποτέ με δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος
των φίλων του το μνήμα,
ούτε το χώμα εφίλησε
                των συγγενών του.
    Εις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν,
όπου φυσάει με βίαν
και οργίζεται το πνεύμα
                της πικράς τύχης·
    Καθ' ημέραν κυττάζει
τους πολλούς των δυστήνων
πνιγομένων θνητών,
και ποίος ποτέ τον ήκουσε
                παραπονούντα;
    Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου
ω Ελλάς, και καλείσαι
                μήτηρ ηρώων.
    Καθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρών κυνηγών
                πλήθος Αράβων·
    Καθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον
του χειμάρρου κυλίεται,
και τα χωράφια χάνονται,
                βοσκοί και ζώα·
    Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ' ο Ήλιος,
και τ' άστρα τ' αναρίθμητα
από το μέγαν Όλυμπον
                πάντα εξαλείφει·
    Ούτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης,
αλλ' ω Ασπίς Ελλάδος,
συ επί τους Πέρσας άστραψες,
                κ' έγινον κόνις.
    Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων Λακώνων,
ψυχαί αίπου εδοξάσατε
τον Ασωπόν και τ' άλσος
                του Μαραθώνος·
    Εύφραινε με το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας
χήρας ο θείος Όμηρος,
και το πνεύμα σας άναπτε
                το ίδιον μέλος.
    Του καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε
(αείμνηστος, θαυμάσιος
ζήλος) και τ' αίμα εχύσατε
                δια την Ελλάδα.
    Καιγώ, καιγώ το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μού δίδει
τας βροντάς του πολέμου;
ποίος μ' οδηγεί την σήμερον
                εις τον αγώνα;
    Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας,
Οθωμανέ, τι μένεις;
τι νοείς; τι δεν φεύγεις
                τον θάνατόν σου;
    Έφθασ' η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν
αραβικήν φοράδα·
νίκησον εις το τρέξιμον
                και τους ανέμους.
    Επί τον Υμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη,
φύλλον ιερόν, στολίζει
τα ηρειπωμένα λείψανα
                του Παρθενώνος.
    Νέοι, γυναίκες, γέροντες,
Ελληνικά θηρία,
φιλούσιν, αποσπάουσι
τους κλάδους, στεφανώνουσι
                τας κεφαλάς των.
    Ανέβα την αράβιον,
Οθωμανέ, φοράδα·
την φυγήν κατεγκρήμνισον·
Ελληνικά θηρία
                σε κατατρέχουν.
    Την λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε·
άκουσον την βοήν
των θάνατον πνεόντων
                ή ελευθερίαν.
    Νοείς; - Τρέξατε, δεύτε
οι των Ελλήνων παίδες·
ήλθ' ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας
                ας μιμηθώμεν.
    Εάν το ακονίση η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί·
εάν η δόξα θερμώση
την ψυχήν των Ελλήνων,
                ποίος την νικάει;
    Τι τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε,
Οθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
                σε κατατρέχουν.
    Ω δόξα, δια τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος
και τιμής και γλυκείας
ελευθερίας και ύμνων
                άξια τα έθνη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ωδή τρίτη: Εις Θάνατον
Ωδή τετάρτη: Εις τον Ιερόν Λόχον
Ωδή πέμπτη: Εις Μούσας
Ωδή έκτη: Εις Χίον
Ωδή εβδόμη: Εις Πάργαν
Ωδή ογδόη: Εις Αγαρηνούς
Ωδή ενάτη: Εις Ελευθερίαν
Ωδή δεκάτη: Ο Ωκεανός

ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ (1826)
Ωδή πρώτη: Η Βρεττανική Μούσα
Ωδή δευτέρα: Εις Ψαρά
Ωδή τρίτη: Τα Ηφαίστεια
Ωδή τετάρτη: Εις Σάμον
Ωδή πέμπτη: Εις Σούλι
Ωδή έκτη: Αι Ευχαί
Ωδή εβδόμη: Το Φάσμα
Ωδή ογδόη: Εις την Νίκην
Ωδή ενάτη: Εις τον Προδότην
Ωδή δεκάτη: Ο Βωμός της Πατρίδος

Πηγή: http://www.cslab.ntua.gr/~phib/hellas/kalvos.htm#lyra