Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΡΔΑΚΑ


Ο ποιητής Νίκος Βαρδάκας, φίλος των "ΒΙΒΛΙΟΔΙΑΔΡΟΜΩΝ" μας έστειλε δύο ποιήματά του που ευχαριστως "δημοσιεύουμε".
Συνείδηση
Έκλεισα  την  πόρτα  πίσω  μου. Όπως κάθε
αρχή  ξεκινάει  από  ένα  τέλος .Η φωνή  της  έμοιαζε
με  παράκληση, αφορμή  να  ξεχάσουμε  ότι
μας  πλήγωσε.
Αιτία  ήταν  κάθε  μέρα  και  νύχτα, μία  λέξη, μία
χειρονομία  που  έκοβε  σε  κομμάτια  την  συνείδηση
μας. Ήμασταν  παγιδευμένοι  στα  θέλω  των  συγγενών
και  φίλων. Τα κενά  της  ζωής  τους, έψαχναν  εμάς  για
αναπλήρωση.
Ίσως  η  απουσία  μου, να  είναι  αρκετή  για  λίγο  να  σηκώσει
την  σκόνη .Να  βάλουμε  τους   μικροεγωισμούς  σε  μία  αγχόνη.
Όταν  κλωτσήσουμε  το  σκαμνάκι  που  τους  βαστάει, θα ερωτευθούμε
ξανά  όπως  εκείνη  την  θερινή  ραστώνη..
Τελευταία  μέρα
Ίσως  είναι  η  τελευταία  μέρα  που  θα  τα  πούμε.
Οι  δύο  μαζί  δεν  αντέξαμε  την  φθορά  της  μέρας, το
πέταγμα  της   ζωής  μπροστά  απ΄τα  μάτια  μας.
Ίσως  είναι  το  τελευταίο  φιλί ,που  χορέψει  στα  σώματα
  όταν  οι  πλάτες  μας  βαδίσουνε  αντίθετα  στον δρόμο.
Λάθη, πολλά  λάθη  πράξαμε  και  οι  ώρες  δεν  είναι  φίλοι
παρά  σταγόνες  από  δάκρυα  που  στεγνώνουν  εύκολα.
Όταν  χωρίσουμε, δεν  θέλω  εκεί  πίσω  στήν  ανάμνηση  να
αφήσουμε  την  λήθη .Ας  πάρουμε  ο  καθένας  την   δική  του
ευθύνη   που  δεν  ερωτευτήκαμε, παρά  αγαπήσαμε  πολύ.
 
Περισσότερα έργα του Νίκου Βαρδάκα στην ιστοσελίδα του: http://nicosvardakas.blogspot.gr/


Βιογραφικό
Η Φωτό Μου  Ο Νίκος Βαρδάκας γεννήθηκε το 1976 στήν Θεσσαλονίκη όπου και μένει.Το 2013 εκδόθηκε το έργο "Πλατεία Συντάγματος" από τις εκδόσεις "Ρώμη".Το 2014 επίσης κυκλοφόρησε σε συλλογή για το έτος Ελ Γκρέκο το κείμενό του με τίτλο "Τολέδο εν καιρώ καταιγίδος"από τον ίδιο εκδοτικό οίκο όπως και το 2015 η ποιητική  συλλογή με τίτλο "2015".Το 2015 κυκλοφόρησε το κείμενό του με τίτλο "Αφιερωμένο" απο την 2η ομαδική ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Διάνυσμα.
Σε μορφή free ebook κυκλοφόρησε με αυτοέκδοση το έργο
"Μέχρι την Λύτρωση" το 2015. Με τις εκδόσεις Διάνυσμα κυκλοφόρησαν το 2016 τα έργα του σε μορφή free ebook "Σαν νύχτες μοιάζουνε οι ελπίδες" και η "Νοσταλγία".Την ίδια χρονιά το κείμενο  "Διαδρομή" συμμετέχει στην συλλογή Τρενογραφίες του tovivlio.net. και συνεχίζει...

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

"Κάποιοι είδαν το φεγγάρι". Αδημοσίευτο ποίημα του Χριστόφορου Τριάντη

ΚΑΠΟΙΟΙ  ΕΙΔΑΝ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μυστική κλωστή του φεγγαριού
ενώνει  άπειρο κι ευτυχία .
Τ’ αστέρια  ταξιδεύουν στις άχρονες θάλασσες ,
κουβαλώντας τις ευχές των παιδιών.
Η  νύχτα αργεί να φύγει 
απ’  τις κορφές των δέντρων.
Μάγοι την κρατούν αιχμάλωτη
για να  πετάξουν με τα φτερά των δράκων,   
ως τ’ αυγουστιάτικο  φεγγάρι .
Βραχμάνοι ιερείς καίνε τους νεκρούς ,
κοιτάζοντας τον κόκκινο  ουρανό .
Ινδιάνοι των ερήμων  χρυσόσκονη μαζεύουν,
ακούγοντας τις μελωδίες της σελήνης .
Πορτογάλος ναυαγός το φεγγάρι του Αλγκάρβε  
στην άμμο ζωγραφίζει ,
κάνοντας τον σταυρό του,
πλάι στον τάφο ενός  ποιητή .

Χριστόφορος Τριάντης

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΜΑΛΛΙΔΗ


mallidis250Ο Αλκιβιάδης Μαλλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Επί 25 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος στη δημόσια τηλεόραση στους τομείς του αμυντικού και του πολιτικού ρεπορτάζ.
Έχει θητεύσει ως αρχισυντάκτης σε τηλεοπτικές εκπομπές και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες  δημοσιογραφικές αποστολές στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Εκείνο που διαπιστώσαμε ανατρέχοντας στην προσωπική του ιστοσελίδα http://www.alkiviadismallidis.comείναι ότι τόσο τα ποιήματά του όσο και τα πεζά του κείμενα τα διακρίνει
μια ιδαίτερη ευαισθησία, που ξεκινάει από την κατανυκτική αλήθεια του προσωπικού βιώματος και φτάνει σε έναν βαθύ κοινωνικό ανθρωπισμό.

 

Πρόσφατα (Απρίλιος 2016) κυκλοφόρησε η τελευταία ποιητική συλλογή του Αλκιβιάδη Μαλλίδη με τίτλο "Ο Ηδονιστής", από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, με 33 ποιήματα στα οποία, όπως ο ίδιος ο ποιητής επισημαίνει, «ο πόνος είναι το διεγερτικό του, το παυσίπονο ενός μεγαλύτερου πόνου».
Διαβάστε μια επιλογή ποιημάτων από αυτή τη συλλογή:


"Το ανθρώπινο κοπάδι" είναι ένα ποίημα από τη συλλογή "Φωτόνια" (2009, εκδ. Δαρδανός) που μας συγκίνησε ιδαίτερα. Μπορείτε να το ακούσετε να το απαγγέλει ο ίδιος ο ποιητής στο βιντεο που ακολουθεί.

Το ανθρώπινο κοπάδι

Ερχόμαστε από πολύ μακριά
από ένα λαμπερό, βαθυκόκκινο άστρο,
στις όχθες του χρόνου γεννημένοι,
χορδές που πάλλουν στην ουράνια κιθάρα
Είμαστε πόλοι της λάβας και του πάγου
ορμώμενοι από όνειρα θαμπά,
ανθισμένοι άκανθοι, αποκομμένοι κόκκοι
στην έρημο την άπνοη και το σκοτάδι
Ερχόμαστε από την αγάπη,
από ένα ζεστό, εμπύρετο φως
που στη μετέωρη ψυχή μας αναβρύζει,
καθώς η αχτίδα διασπά τα ακούνητα νέφη
Ερχόμαστε από μέσα μας βαθιά
από μια πλέουσα, υποχθόνια πόλη,
στις φλέβες μας κυλάει το αίμα των προπατόρων
και οι πράξεις που θα γίνουν αναμνήσεις
Μέσα στα χέρια μας κρατούμε όλες τις εποχές
και όλες τις διακλαδώσεις του μέλλοντος
και όσο εμείς γεννιόμαστε, θα υπάρχει θάνατος
και όσο εμείς πεθαίνουμε, θα υπάρχει ζωή
Είμαστε το ανθρώπινο κοπάδι
σε μια γωνιά του ανεξήγητου κόσμου,
δημιουργήματα της τύχης και της ανάγκης,
ανώτερη φυλή του εφήμερου




Διαβάστε περισσότερα για το λογοτεχνικό έργο του Αλκιβιάδη Μαλλίδη εδώ:

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

"Άψε σβήσε" του Δημήτρη Π. Κρανιώτη


Παραβίασες τα σύνορα
που έθαψαν
το γνώθι σαυτόν,
γκρέμισες φυλακές
πίσω από κουρτίνες
που πυρπόλησε
η σπίθα της οργής σου,
χωρίς ουρλιαχτά,
χωρίς ψιθύρους,
στο άψε σβήσε,
έτσι απλά
γέννησες φως
σαν αγκάλιασες
όσα δεν λέγονται
(μα γράφονται)
στο σκοτάδι.


Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

ΕΥΗ ΜΑΥΡΟΜΑΜΑΤΗ: 3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Ρουά σε σκακιέρα ασπρόμαυρη


  Ανέκκλητος

ο χειμώνας μου,

διαγνωσμένος πλέον.

Όλα έχουν καεί

στο χιόνι.

 

Τις νύχτες,

όταν αυτή κοιμάται,

κουκουλωμένη με το παχύ σκοτάδι

που με τα δυο μας χέρια έχουμε πλέξει,

εγώ, μεθοδικά κι αθόρυβα,

χτίζω έναν Απρίλη.

 

Είμαι κοντά στο τέλος.

Η χαρά μου δεν πρέπει να φανεί.

   

«Δεν είμαστε καλά οι δυο μας;»

Καταφάσκω, όσο πιο πειστικά μπορώ.

 

Πέρασε η ώρα

κι απόψε έχω να συναρμολογήσω

έναν ήλιο.

  ***


  Αποχαιρετισμός


  Τα ερωτήματα


καθόλου ταπεινά πια.


Πυρετική χαρά η αναμέτρηση.


  Έπρεπε επιτέλους να συμβεί.


  Να βγάλω το λευκό σεντόνι


της στοργικής σου επιφάνειας.


Να σου προσφέρω


τον τελευταίο


-γενναιόδωρο– 


αποχαιρετισμό μου.


  Πώς;


Σκληρή εγώ;


  ***


  Επιστροφή  ΙΙ


  Ξυπνάω σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο.


Τοίχοι βαμμένοι με λαδιά νερομπογιά,


δυο λάμπες φθορίου στο ταβάνι,


η μία τρεμοπαίζει,


μια καρέκλα με δέρμα ξεσκισμένο,


στη μέση ένα κρεβάτι,


πάνω του εγώ, δεμένη με λουριά.


  Θα ’σαι καλά χωρίς εμένα;


 
Τα 3 παραπάνω ποιήματα της Εύης Μαυρομμάτη (γεν. 1978) δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Στις σελίδες της Logotexnia21 δημοσιεύονται επίσης τα ποιήματά της «Eπιστροφή», «La bella Simonetta», «Xρόνος είναι...», «Μπλε ώρα», τα πεζά κείμενα «Καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», «Ημικρανίες» και κάποιες μεταφράσεις της (Rainer Maria Rilke, Else Lasker-Schüler, Gottfried Keller).

 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Σουβατζή "Χειμερινή ισημερία"

Χειμερινή ισημερία Εξώφυλλο

Ένα ποίημα απ’ τη συλλογή:

Στην αθέατη όψη του κόσμου

Όταν θα μάθεις να ακούς κραυγές
εκεί που οι άλλοι ακούν μόνο σιωπή,
όταν θα μπορέσεις να δεις
ολόκληρους κόσμους
εκεί που οι άλλοι βλέπουν
το απόλυτο κενό
Όταν κλείσεις τα μάτια στο τίποτα
που ανάγεται σε σπουδαίο
Όταν κλείσεις τα αυτιά στον θόρυβο
που αποκοιμίζει συνειδήσεις
Όταν μάθεις να διαβάζεις
πίσω απ’ τους πηχυαίους τίτλους
Όταν αναζητήσεις την ουσία
μακριά απ’ το ψέμα
που βάφτισαν αλήθεια
Όταν καταλάβεις
πως ό,τι γράφεται με πόνο
προσεγγίζεται μόνο με την καρδιά
γιατί διαφορετικά
δεν μπορείς να το καταλάβεις
Όταν σταθείς με δακρυσμένα μάτια
πάνω από ένα ποίημα
και νιώσεις πως υπάρχει
και μια άλλη όψη του κόσμου
αθέατη για όσους δεν έχουν καρδιά
Τότε ίσως καταλάβεις
γιατί υπάρχουν άνθρωποι
που καταθέτουν την ψυχή τους στο χαρτί

Ποιητική συλλογή Χειμερινή ισημερία

Σελίδες: 70
ISBN: 978-960-571-177-1
Εκδόσεις: Bookstars – Free Publishing

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Τάκης Σινόπουλος: Η ποίηση είναι πριν απ’ όλα μια γλώσσα


Οι πρώτες λέξεις μέσα στο ποίημα κραυγάζανε απειθάρχητες λες και βρίσκονταν σε διαδήλωση.
Οι τελευταίες γονάτιζαν χαμένες στη σιωπή και την έκσταση… Γιατί είμαστε σε φόβο είπε ο Μαξ.
 
«Ο ποιητής είναι πολίτης της πολιτείας. Συνειδητοποιώντας το χρέος του αποφαίνεται συχνά πάνω σε θέματα κοινωνικής και πολιτικής σημασίας, λαμβάνει μέρος στα πράγματα της εποχής του. Και αντιλαμβάνεται ως ποιο σημείο η ποίησή του προσδιορίζεται απ’ το κοινωνικό πλαίσιο όπου ζει κι από τις διαμορφώσεις και συγκρούσεις στον πολιτικο-κοινωνικό χώρο.
Η ποίηση είναι πριν απ’ όλα μια γλώσσα. Μια περήφανη, ανυπόταχτη, ιδιότροπη, δύστροπη κι ελεύθερη γλώσσα. Όντας μια γλώσσα “επαναστατική” αντιμάχεται προπαντός τη γλώσσα της πολιτικής, τη γλώσσα της γραφειοκρατίας, τη γλώσσα της εξουσίας και της καταπίεσης που συμπορεύεται με οποιαδήποτε εξουσία. Θα ’λεγα ακόμα πως ο ποιητής μυρίζεται, ξέρει τι σόι κοπρισμένο παράγωγο είναι η γλώσσα (και η γραφή) της εξουσίας, ποια τάξη την παράγει και γιατί την παράγει.
Γι’ αυτό, το πρόβλημα του ποιητή δεν είναι μονάχα να ξεφύγει από τις παγίδες της αλλοτρίωσης, αλλά ταυτόχρονα να περάσει από την περιοχή της κοινόχρηστης (άχρωμης, ουδέτερης) ποιητικής γλώσσας, στην “προσωπική” γλώσσα κι από κει και πέρα να περάσει στο μεγάλο χώρο της “κοινής” που είναι η ευρύτερη, η ανεκτίμητη κι ανεξάντλητη (αληθινό ορυχείο) γλώσσα του λαού, πράγμα που κατάφερε ο Κορνάρος π.χ. ή ο Σολωμός.
Κι αυτό σημαίνει απόσβεση του εγώ, προχώρεμα από την ατομική συνείδηση στη συλλογική συνείδηση, ταύτιση του ποιητή με τη γλώσσα, με το λαό, με την ελευθερία. Αυτή την ένταξη του ποιητή στη συλλογική συνείδηση, δεν θα ήθελα να βιαστούμε να την ονομάσουμε -με όρους σύγχρονους- “πολιτικοποίηση”, “στράτευση” κλπ, ας την πούμε καλύτερα “πράξη”, δηλ. κατάχτηση του εαυτού του και της ποίησης, επιβαλλόμενη σημαίνουσα παρουσία, επιβαλλόμενο“ παρόν” του ποιητή στον κοινωνικό χώρο, στο προσκλητήριο της εποχής του. Είναι ίσως το “παρόν” που γίνεται κάποτε συνεχές “παρόν”, διάρκεια, ίσως αιωνιότητα.»
 
Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
(«Απόψεις για τον ποιητή και την ποίηση» 22 Ιανουαρίου 1975)
από: http://www.hitandrun.gr/t-sinopoulos/

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: " ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ"



Οδυσσέας Ελύτης

Η Μαρίνα των βράχων


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη– Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχρωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

-Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αλμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
΄Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.

Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Γιάννης Ρίτσος: "Η καμπάνα"



Γιάννης Ρίτσος

Η καμπάνα



Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε – είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό ‘δε; ποιος μας το ‘πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ’ απ’ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.