Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης

 πηγή:in.gr

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης | in.gr
Εκατόν πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη.

Εκατόν πενήντα χρόνια συμπληρώνονται το 2018 από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη, που καθιερώθηκε ως «ποιητής του βουνού και της στάνης», αλλά υπήρξε σίγουρα κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό.
Ο Κρυστάλλης λάτρεψε και εξύμνησε τη φύση με έναν τρόπο αγαπητικό και απελευθερωτικό. «Ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ», εξηγούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για τη δική του λογοτεχνία, «δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στην ίδια γραμμή, εκτός από τη σαφώς θρησκευτική διάθεση του προκατόχου του (ο Παπαδιαμάντης ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του), κινήθηκε ο Κρυστάλλης, που κατόρθωσε να κάνει ταυτοχρόνως και άλλα πολλά, μολονότι πέθανε σε ηλικία εικοσιέξι ετών.
Το ενδιαφέρον για τον Κρυστάλλη αυξάνει σταθερά στις ημέρες μας. Ήδη για την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννησή του διοργανώνεται στις 21 Ιουλίου στο Συρράκο, τη γενέτειρά του, πανηγυρικός εορτασμός από το Δήμο Τζουμέρκων.
Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, όπως και οι άλλες σχετικές εκδηλώσεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια της χρονιάς στην Αθήνα ή σε άλλες πόλεις της Ηπείρου.
Το Σάββατο 21 Ιουλίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καταθέσει στέφανο στο μνημείο των ηρώων και θα επισκεφθεί το σπίτι του Κρυστάλλη και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Θα ακολουθήσει ημερίδα που θα πραγματοποιηθεί στο Συνεδριακό Κέντρο του Συρράκου «Κώστας Κρυστάλλης». Θα συμμετάσχουν ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας και ο πεζογράφος Βασίλης Γκουρογιάννης, ενώ θα απαγγείλει η ηθοποιός Ελένη Ζιώγα (υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της ημερίδας είναι οι Ευάγγελος Αυδίκος, Σπύρος Νταλαούτης, Μανόλης Μαγκλάρας και Ιπποκράτης Αλέξης).
Ο Κρυστάλλης έζησε στο Συρράκο μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων με έδρα τα τουρκοκρατούμενα τότε Γιάννενα. Ο γιος του φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή, αλλά διέκοψε τη φοίτησή του το 1885, πιθανόν λόγω προβλημάτων της υγείας του. Ένα ποίημα που δημοσιεύει ο Κρυστάλλης το 1885, υπό τον τίτλο «Αι σκιαί του Άδου», θα έχει ως αποτέλεσμα τη δίωξή του από τις τουρκικές αρχές (το ποίημα αναφερόταν στον Αγώνα του 1821) και τη διαφυγή του στην Αθήνα. Την ίδια ώρα στην Ήπειρο, για την απελευθέρωση της οποίας συνέβαλε με όλες τις οικονομικές του δυνάμεις ο πατέρας του, τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδικάζουν σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη.
Στην Αθήνα ο Κρυστάλλης θα δουλέψει πρώτα στο τυπογραφείο των εκδόσεων Φέξη και κατόπιν στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη. Εν συνεχεία θα διοριστεί ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου, αλλά θα αναγκαστεί σύντομα να αναζητήσει καταφύγιο στην Κέρκυρα, έχοντας ήδη προσβληθεί από φυματίωση. Ο οργανισμός του όμως δεν αντέχει και εντέλει πεθαίνει το 1894 στην Άρτα, όπου μένει η αδελφή του. Αυτή ήταν η θανάσιμη έκβαση της δουλειάς στο τυπογραφείο και της φτώχιας που ανάγκαζε τον ποιητή να ζει σε σκοτεινά υπόγεια. Μοναδική του διέξοδος, όσο ζούσε, οι εκδρομές στην Πεντέλη, τον Υμηττό και την Πάρνηθα και η ποιητική ανάκληση των τοπίων της Πίνδου, που τροφοδότησαν από την αρχή μέχρι το τέλος τους στίχους του.
Πιστός στις αξίες που έθρεψαν και στήριξαν τον κόσμο του, ο Κρυστάλλης επιδόθηκε και σε ένα άλλο έργο: τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού – ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια και ποικίλες παραδόσεις, που πέρασαν και στην πεζογραφία του, όπου κατέγραψε, μεταξύ άλλων, τις πολιτικές πρακτικές της εποχής του και το φαινόμενο της ληστοκρατίας. Η λαογραφική έρευνα του Κρυστάλλη αποτυπώθηκε στους τόμους του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού» των Μπαρτ και Χιρστ (1892 και 1893), ενώ η τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» (1893) επιβεβαίωσε τους βαθείς, οργανικούς δεσμούς του με το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτική γλώσσα.
Ο Κρυστάλλης κατηγορήθηκε από τους παλαιότερους λογοτεχνικούς κριτικούς ως άγονος αντιγραφέας του δημοτικού τραγουδιού, ως ένας μιμητής που δεν είχε τίποτε από την ψυχή, τη φρεσκάδα και τη δύναμη του πρωτοτύπου. Σήμερα, όμως, ξέρουμε αυτό που έχει από καιρό αποδείξει ο Λίνος Πολίτης: ο στίχος του Κρυστάλλη μπορεί άνετα να διεκδικήσει την αυτονομία του από τις πηγές του δημοτικού τραγουδιού, κερδίζοντάς μας αμέσως με το ζωντανό και απολύτως προσωπικό του τόνο. «Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού» επιμένει ο Λ. Πολίτης («Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998).
Τα δημοτικά τραγούδια και παραμύθια εξάλλου, μαζί με τη λαϊκή τέχνη, τις ντοπιολαλιές και την παράδοση, ενδιαφέρουν τους περισσότερους συγγραφείς της Γενιάς του 1880, που είναι η γενιά του Κρυστάλλη. Οι ηθογράφοι αυτής της γενιάς ήταν χωρισμένοι στα δύο. Από τη μια μεριά έστεκαν εκείνοι που ήθελαν να ωραιοποιήσουν και να εξιδανικεύσουν την ύπαιθρο. Από την άλλη ήταν όσοι επιζητούσαν να αναδείξουν τη δύσκολη, σκληρή καθημερινότητά της μαζί με το βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Ο Κρυστάλλης αγαπά από τα βάθη της καρδιάς του τη φύση, αλλά δεν είναι εξιδανικευτικός, ενώ ο λαϊκός πολιτισμός αναδεικνύεται στη δουλειά του σαν σάρκα εκ της σαρκός του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Παπαδιαμάντη.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΜΕΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!

Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ

Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;

Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ

Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.

Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ

Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!

Ὁ τρύγος

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.

Πόθοι

Θ. Πασχίδη ἀδελφῷ
θανόντι ἐν ἐξορίᾳ
Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;...
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!...
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!...
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...
Ἀττικὸν Μουσεῖον, τόμος 3, ἀρ. 14 (1890), σ. 143.

Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς

Πλένει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιές της,
κι οἱ ὀμορφιές της λάμπουνε, κι ἀστράφτουν στὸ κορμί της
ἀράδες τ᾿ ἀσημόκουμπα κι ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
καὶ στὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράιδα.
Πέρασε κ᾿ ἕνας σταυραετός, πέρασε ἀπάνω ἀπάνω,
καὶ σὰν νὰ νοιάστηκε κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης,
χαμήλωσε ὡς στὸν ποταμὸ κι ἁρπάζει τὴν ποδιά της,
τὴ λαχουριά της τὴν ποδιά, τὴ χρυσοκεντημένη,
ποὖχε ξομπλιάσει ἀπάνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ σκούζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαίει τὴν ποδιά της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χάθηκε μέσ᾿ στὰ ἀστέρια.
Σὲ λίγες μέρες ὕστερα ταράχθηκεν ἡ χώρα,
παγάνα πῆραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
καὶ δείχνουνε στὲς λυγερὲς ποδιὰ γεμάτη ἀστέρια,
καὶ σ᾿ ὅποιας πιάσει τὸ κορμί, καὶ ὅποια τὴν πεῖ δική της,
ἐκείνη θὰ τὴν πάρουνε μαζί τους στὸ παλάτι.
Πέρασαν, πέρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
δείχνοντας τὴ χρυσὴ ποδιά, κι οὔτε κι εὑρέθη κόρη
νὰ τῆς ταιριάζει στὸ κορμὶ καὶ τὴν πεῖ δική της.
Καὶ στῆς Μαριῶς πᾶν τὸ χωριὸ καὶ δείχνουνε στὲς κόρες
ἀράδα ἀράδα τὴν ποδιά, καὶ τὴν γνωρίζουν ὅλες.
Μέσα στὲς ἄλλες ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀράδα,
καὶ κοκκινίζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παίρνει καὶ τὴν ζώνει,
τήνε γνωρίζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ τήνε παίρνουνε μαζί, τὴν φέρνουν στὸ παλάτι.
Παίρνουν αὐτοὶ τὸ τάμα τους, κι ὁ βασιλιὰς τὴν κόρη.
Ἡμερολόγιον Σκόκου, τόμος 6 (1891), σ. 113.

Ἡ νησιωτοπούλα

Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ᾿ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φορὲς-φορὲς τὸ κέντημα κεντοῦσε μὲ τραγούδια,
φορὲς-φορὲς πισώριχνε τὰ ξεπλεγα μαλλιά της.
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος π᾿ ἁπλώνετο μπροστά της,
καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κ᾿ ἐχτύπαγε τὰ στήθια,
γιατ᾿ ἀγριεμένο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο·
κι αὐτὴ εἶχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβεῖ τὸ βράδυ,
κι ἀπ᾿ τὸ νησὶ τ᾿ ἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
ὁ ἀγαπημένος της νἀρθεῖ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε· σκοτάδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημά της τ᾿ ὄμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ καὶ τὸν ἀκαρτεράει.
Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀστέρια πέρα πέρα,
φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφὲς ἀφράτες,
καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νιὰ κι ἀκαρτέρει στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
καὶ σποῦνε μέσ᾿ στὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὧρες τηράει τὸ πέλαγο, ὧρες τηράει μπροστά της,
νέφια καὶ κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
ἂν εἶδαν κάπου νάρχεται τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ἀναστενάζουνε βαριὰ-βαριὰ τῆς νιᾶς τὰ στήθια.
Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κ᾿ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπάνουν στ᾿ ἀκρογιάλι·
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
νὰ ψηλωθεῖ, νὰ ψηλωθεῖ, τὰ βράχια νὰ περάσει,
καὶ νὰ τὴν πνίγει στὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη πίσω,
καὶ κλειώντας τὴν ἀγκάλη της, ποὺ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθεῖ, σφίγγει στὰ στήθια ἀπάνου
παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.
Ταχιὰ ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα μερέψαν,
καὶ οἱ ψαράδες πὤριχναν στὸ πέλαγο τὶς βάρκες,
στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μέσ᾿ στὰ βράχια βρίσκουν
παραριγμένα δύο κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.
Ἀττικὸν Μουσεῖον, Τόμος 3, Ἄρ. 9 (1890),
Ἡμερολόγιον Σκόκου, Τόμος 6 (1891), σ. 89.

Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο

Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.

Ἡ καπετάνισσα

Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!


Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

"Όχι τα λόγια" – Ποιητική συλλογή από την Εύη Μαυρομμάτη


Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΥΗ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Τα 34 ποιήματα της συλλογής λειτουργούν σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Τα γεγονότα σπάνε και συναρμολογούνται ξανά από χέρι ενήλικο ή παιδικό. Ή κι απ’ τα δυο μαζί συγχρόνως.
Μέσα από μια διαρκή διαδικασία αναμόχλευσης ανακαλύπτονται τα υλικά κατασκευής μια νέας προσωπικής πραγματικότητας που «έχει για κέντρο / εκείνο που φαντάστηκαν / ότι μπορεί να υπάρξει».
Οι στίχοι της Μαυρομμάτη είναι στοχαστικοί, διακρίνονται για τον κοφτερό σαρκασμό τους και χαρακτηρίζονται από ελλειπτική και σβέλτη σκηνοθεσία που παραμένει προσηλωμένη στις κρίσιμες λεπτομέρειες. Το μολύβι εισχωρεί τόσο βαθιά στη ρίζα του βιώματος, που συναντά αναπόφευκτα εκείνη του αναγνώστη.
Το Όχι τα λόγια είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Εύης Μαυρομμάτη.
Τα έργα που κοσμούν τις σελίδες και το εξώφυλλο του βιβλίου φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για την εν λόγω έκδοση από την εικαστικό Ειρήνη Βλαβιανού.

Από το οπισθόφυλλο:

Η διάλυση είναι το πρώτο στάδιο της δημιουργίας.
Ο αέρας έχει ήδη αραιώσει. Οι κόκκινες κλωστές έχουν κοπεί. Το κεφάλι ενός κοριτσιού κατρακυλάει στην άσφαλτο.
Γονατισμένη στον δρόμο
προσπαθώ με μανία να τη συναρμολογήσω.
Να κουμπώσει το κεφάλι σωστά,
να τη σηκώσω όρθια,
να ανοίξουν τα μάτια της.
Τα κομμάτια βρίσκουν τη θέση τους. Το σώμα αποκτά τη δική του νοημοσύνη. Η ένωσή του με το άλλο προϋποθέτει πλέον τη γέννηση μιας νέας γλώσσας. Τη γέννηση ενός νέου τρόπου σκέψης.
Ο δρόμος που ανοίγεται είναι σπειροειδής·
έχει για κέντρο
εκείνο που φαντάστηκαν
ότι μπορεί να υπάρξει.