Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΥΛΛΟΓΗ: "Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ" (1919)
Είναι
άνθρωποι που
την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.
την έχουν μέσα τους.
Χεράκια
που κρατώντας
τα
τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·
ματάκια μου
που κάτι το
εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·
ω, που' χατε
πολλά να
ειπείτε,
στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.
Θα
γλεντήσω κι εγώ
μια νύχτα
Μαυροντυμένοι
απόψε, φίλοι
ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τ' αστέρια
τρεμουλιάζουνε
καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα
σπίτια που
είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.
Είναι το
βράδυ απόψε
θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι
μας προσμένουν.Κι
όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα
καθρεφτίσει τ'
απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε
Κι ως θα σας
λέω για κάτι
ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι
απόψε, φίλοι
ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Από τη συλλογή "Ο Πόνος του Ανθρώπου"
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
![]() Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) (Αναγνωρισμένο) |
Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη! Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά, να παύσει την ταπείνωσι που απ’ τον καιρό της μάχης της Μαγνησίας την πατρίδα του πιέζει. Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία, με τους στρατούς της, με τους στόλους της, με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη. Υπέφερε, πικραίνονταν στην Pώμη σαν ένοιωθε στες ομιλίες των φίλων του, της νεολαίας των μεγάλων οίκων, μες σ’ όλην την λεπτότητα και την ευγένεια που έδειχναν σ’ αυτόν, του βασιλέως Σελεύκου Φιλοπάτορος τον υιό— σαν ένοιωθε που όμως πάντα υπήρχε μια κρυφή ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες· που ξέπεσαν, που για τα σοβαρά έργα δεν είναι, για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες. Τραβιούνταν μόνος του, κι αγανακτούσε, κι όμνυε που όπως τα θαρρούν διόλου δεν θάναι· ιδού που έχει θέλησιν αυτός· θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει. Aρκεί να βρει έναν τρόπο στην Aνατολή να φθάσει, να κατορθώσει να ξεφύγει από την Ιταλία— κι όλην αυτήν την δύναμι που έχει μες στην ψυχή του, όλην την ορμήν αυτή θα μεταδώσει στον λαό. Ά στην Συρία μονάχα να βρεθεί! Έτσι μικρός απ’ την πατρίδα έφυγε που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της. Μα μες στην σκέψι του την μελετούσε πάντα σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας τό πλησιάζεις, σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα ελληνικών πόλεων και λιμένων.— Και τώρα; Τώρα απελπισία και καϋμός. Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Pώμη. Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η δυναστείες που έβγαλε η Κατάκτησις των Μακεδόνων. Aδιάφορον: επάσχισεν αυτός, όσο μπορούσεν αγωνίσθηκε. Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του, ένα μονάχα λογαριάζει πια με υπερηφάνειαν· που, κι εν τη αποτυχία του, την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει. Τ’ άλλα— ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες. Aυτή η Συρία— σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. |
||||||||||
![]() |
||||||||||
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
| ||||||||||
|
||||||||||
Ετικέτες
ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
Ο Έλληνας ξένος
Ψεύτικα χαμόγελα και καλημέρες
Στο ασανσέρ για τη δουλειά κάθε πρωί
Απ’ την αγκαλιά σου ξανά στις άδειες μέρες
Ξανά σε αυτό τίποτα που μοιάζει με ζωή
Πέρασε η Δευτέρα πάλι με φοβέρες
Πάλι με απουσία του ήλιου το πρωί
Γι’ αυτό ότι χτυπάει του δίνω κι άλλες σφαίρες
Μήπως το κουράσω κι έτσι εκτονωθεί
Πέρασαν οι μέρες λάσπες και φοβέρες
Μα η αφωνία δεν είναι η διαδρομή
Κάνω μια στάση το κόλπο αυτό θα πιάσει
Κάνω μια στάση το κόλπο αυτό θα πιάσει
Μες στην αγκαλιά σου στο άγνωστο νησί
Έκλεισα την πόρτα και είχα ήδη χάσει
Όλα τα λεφτά μου σε φόρους στη στιγμή
Κι έμεινα μονάχα ο Έλληνας ο ξένος
Σε μια ταινία που έχει διακοπή
Κάνω μια στάση το κόλπο αυτό θα πιάσει
Μες στην αγκαλιά σου στο άγνωστο νησί
Μόνο η αγάπη είναι αυτό το χάπι
Που γεννάει τα όνειρα σε μια μόνο στιγμή
Μέσα στα μάτια της βροχής
'Όταν μιλάει ο αέρας μες τη νύχτα
Λένε ξυπνάνε πάντα οι ψυχές
Κάτι σαράβαλα κορμιά μένουν στο χώμα
Γεμάτα λάσπες, γεμάτα εντολές
Μέσα στα μάτια της βροχής
Αν δεν μπορείς να δεις το μονοπάτι
Δεν φταίει η άνοιξη που τρέχει να σε βρει
Μα ο χειμώνας που σου κλείνει πονηρά το μάτι
Και σου φωνάζει κρύψε τη ψυχή
Για πες μου που μπορείς να φτάσεις για σένα
Για να σου πω αν θα με βρεις τελικά
Πέφτει βροχή και δεν ακούς τη σιωπή μου
Και ο χειμώνας σου φωνάζει έλα πιο κοντά
Μέσα στον ήχο της βροχής
Αν δεν μπορείς να ακούσεις τη σιωπή μου
Θα αργήσεις ξέρω να γυρίσεις πίσω
Θα πιεις και πάλι και θα ζαλιστείς
Μα αν μπω στο πρώτο όνειρο σου θα σε βρίσω
Έτσι θα χάσω, έτσι θα γεννηθώ
Γιατί η αγάπη δεν είναι ένα φως στο χιόνι
Έτσι θα μείνω μόνος μέχρι να σε δω
Μέσα απ’ τα μάτια της βροχής να
τρέχεις μόνη
Σάκης Αθανασιάδης - "Οι ανάσες των εραστών", 2014, σελ. 102, εκδόσεις "το βιβλίο", ISBN: 978-618-81129-9-5
86 έμμετρα ποιήματα, 86 συνθέσεις, 86 κοινωνικά κι ερωτικά τραγούδια, σπαράγματα μιας κοινωνίας σε τρικυμία… ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΔΩΡΕΑΝ ΕΔΩ:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ ΕΔΩ:
https://docs.google.com/file/d/0B2W1BdrKPTNdWnFiTXdDRzlXZm8/edit
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΣΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ( sakathanasiadis@gmail.com )
Γεννήθηκε το 1965 στον Άγιο Πέτρο του Κιλκίς. Το πεζογραφικό του έργο έχει διακριθεί ενώ έχουν δημοσιευτεί άρθρα του σε καθημερινές εφημερίδες. Ποιήματά του βρίσκονται σκόρπια σε ανθολογίες και το έργο του έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος λογοτεχνικών ομάδων και κινήσεων για ένα διαφορετικό βλέμμα. Είναι μέλος της ΑΕΠΙ και μέλος σε κάθε προοδευτική καλλιτεχνική κίνηση. Οι Arpeggios MP το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του σε μορφή demo video στο(youtube), ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD άλμπουμ : Από το Μηδέν, του Γιώργου Δημητριάδη.
Εργογραφία: ΠΟΙΗΣΗ 1. ΣΑΝ ΘΕΑΤΕΣ (Αθήνα1988)
2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΡΝΗΣΗΣ (Σικυώνιος 1990)
3. ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ (Άποψη1993)
4.Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ (Α΄ έκδοση Άποψη 2009, Β΄έκδοση 2014,το βιβλίο)
5. ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (Α΄έκδοση Άποψη 2013, Β΄έκδοση 2014)
6.ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ (Το βιβλίο) 2014)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1. ΥΠΑΚΟΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ (Ταχυδρομική1989)- νουβέλα
2. Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ (Απόπειρα 1998)-διηγήματα
3. Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ (Ιωλκός 1999)-διηγήματα
4. ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ (Ιωλκός 2001)-μυθιστόρημα.
ΤΑ ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ
Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014
ΠΟΛΕΜΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σου 'μειν' εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ' απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι-αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ' η ζωή μας. Όλη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνει
σιγά-σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης...
Η ΠΑΙΔΟΥΛΑ
Έλαμπ' η δροσούλα ανάλαφρη
στης αυγής τον ήλιο αγνάντια
και τον κήπο εμυριοστόλιζε
με τρεμάμενα διαμάντια.
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να τους χάιδευε
λες αθώρητο ένα χέρι,
καμάρωναν κι' αργοσάλευαν
κ' εψιθύριζαν στ' αγέρι:
-"Πού πηγαίνει η κόρη η πρόσχαρη
"με τη νύχτα στα μαλλιά της,
"με τ' αστέρια στα ματάκια της,
"με τα' αηδόνια στη λαλιά της,
"με τα χείλη της, που η μέλισσα
"τα θωρεί κρυφά και θέλει
"ναύρη εκεί -ω ρόδα απάρθενα!-
"Το γλυκύτερο της μέλι;"
Κ' ελαφρά κι' αχνά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-'Τούτ' η κόρη η γλυκοθόρητη
"που στη γη δεν έχει ταίρι
"πάει με γέλια, πάει μ' ονείρατα,
"πάει με πόθους, πάει τρεχάτη
"απ' την στράτα την ανθόσπαρτη
"στης χαράς τ' ωραίο παλάτι".
Η δροσούλα στάζει ανάλαφρη
και θολή, θολή δεν λάμπει
λες με δάκρυα στολίζονται
όλοι οι κήποι κι' όλοι οι κάμποι...
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να προσπέρασε
άγριο κι' άπονο ένα χέρι,
γέρνουν τη θλιμμένην όψι των
κ' ερωτούν δειλά τ' αγέρι:
-"Πού πηγαίν' η κόρη σήμερα
"με κλεισμένα τα ματάκια της,
"με τα χέρια σταυρωμένα,
"με τα χείλη αχνά κι' αμίλητα
"που τριγύρω των κι' απάνω
"το χαμόγελο εκρυστάλλωσε
"κρύο κι' άχαρο και πλάνο;"
Και πικρά, βαρειά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-"Τούτ' η κόρη η πολυπόθητη,
"που στη γη δεν είχε ταίρι,
"πάει νυφούλα ανθοστεφάνωτη,
"πάει με το στερνό κρεββάτι
"απ' τη στράτα την αγύριστη
"μέσ' του Χάρου το παλάτι".
ΝΕΡΩΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ
Ό,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δε τ' απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ' η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ' τη καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνά αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στη ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι μπρος του
του κάκου κει κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ' το ξανθό
και πίνω κι απ' το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια, του απαντά:
«Τι φταίω 'γω αν τα δάκρυα, π' απελπισμένος χύνεις,
πέφτουνε στο ποτήρι σου, σταλαματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω 'γω κι αν δε μεθάς, τι φταίω 'γω κι αν κλαις;»
ΓΙΑΤΙ ΑΓΡΥΠΝΩ
Δυό γλυκά ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ' άνοιξαν πληγή·
κι' αγρυπνώ απ τον πόνο κι αγρυπνώ απ την έννοια
κι απ' τη συλλογή.
Της νυχτός η πάχνη χάνεται κι' εκείνη
όμοια με καπνό·
η αυγή προβάλλει, το φεγγάρι σβήνει,
κι' όμως αγρυπνώ.
Αγρυπνώ την ώρα που κρυφοφιλιούνται
τ' άστρα ζηλευτά,
αγρυπνώ την ώρα που γλυκοκοιμούνται
τα ματάκια αυτά.
Τίνος είν' τα μάτια; Μη ρωτάς εμένα,
κόρη ευγενική·
σύρε στον καθρέπτη και ζωγραφισμένα
θα τα δής εκεί.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ
Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.
Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
ΣΚΛΑΒΙΑ
Βλέπω στ' αντικρινό μου παραθύρι
όσες φορές το μάτι μου στραφεί
μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι
κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή.
Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοι
κι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά
και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά.
Βλέπω το καναρίνι και τους κρίνους
κι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά.
Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους,
παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά.
Φαντάζομαι στους κήπους τ΄άνθη τ' άλλα
ελεύθερα ν΄ ανθίζουν, να μαδούν,
τα' άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα
ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν.
Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμα
νοιώθω, πως ειν` απάνθρωπη σκλαβιά
για τ' άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα,
για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά.
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ
Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι
δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι
αποκάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο
Και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε
όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και
τριβόλοι.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Όλα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού `χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Η ΣΗΜΑΙΑ
Πάντα κι όπου σ` αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ,
υπερήφανα δακρύζω,
ταπεινά σε χαιρετώ.
Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της πατρίδος η ψυχή.
Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ` αγεράκι τ` αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκον αφρό.
Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή,
ειν` ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.
Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σα μητέρα σ` αγαπώ.
Κι απ` τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή:
«Να 'σαι πάντα δοξασμένη,
ω Σημαία γαλανή!»
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Σύντομο Βιογραφικό
Η
οικογένεια του, βυζαντινής καταγωγής, εγκαταστάθηκε στην Άνδρο από πολύ
παλιά. Ο Π. Πασχάλης στην ιστορία της Άνδρου αναφέρει τον Λεονάρδο
Πολέμη και τον νεότερο ξάδερφο του Δημήτριο που κατέλαβαν το αξίωμα του
κοτζαμπάση πολλές φορές. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο αρχιεπίσκοπος
Τήνου και κατόπιν Φαρσάλων Μακάριος καθώς και ο Μιχαήλ Πολέμης, που
ήταν πληρεξούσιος της Άνδρου στην Ε' εθνική συνέλευση στο Άργος, και
αργότερα στο Ναύπλιο.
Ο
Ι. Πολέμης, τελευταίος απόγονος της οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα
το 1862. Θεωρήθηκε πρώιμη ποιητική ιδιοφυία αφού άρχισε να γράφει από
13 ετών. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αισθητική στο Παρίσι. Εκτός από
ποίηση έγραψε και θεατρικά έργα. Το 1918 τιμήθηκε με το αριστείο
γραμμάτων για την ποιητική του συλλογή "σπασμένα μάρμαρα". Κέρδισε
πολλές διακρίσεις σε ποιητικούς και θεατρικούς διαγωνισμούς.Ίδρυσε την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων και εξελέγη πρώτος της πρόεδρος. Ήταν ποιητής χαμηλών τόνων και κυρίως τον απασχόλησε ο έρωτας. Υπήρξε εργατικός, πολύ παραγωγικός, ευαίσθητος, ερωτικός και τρυφερός.
Έγραψε ποίηση σε γλώσσα κατανοητή, κάποτε διδακτική - πατριωτική - ηθικοπλαστική και κάποτε με ρομαντικό επίχρισμα.
Είχε μία αξιοσημείωτη μετρική άνεση, και τα θέματα του ήταν διατυπωμένα κατά κανόνα με απλό τρόπο πράγμα που τα έκανε αγαπητά στους συγχρόνους του. Η συλλογή το παλιό βιολί (1909) εκδόθηκε πολλές φορές και πολλά ποιήματα του μελοποιήθηκαν και έγιναν πολύ γνωστά τραγούδια.
Ο Πολέμης χρησιμοποίησε στην ποίηση του καθώς και στην θεατρική του παραγωγή στοιχεία από την δημοτική ποίηση και παράδοση. Σε γνωστή λαϊκή παράδοση βασίζεται και το πιο γνωστό του δράμα "Ο βασιλιάς Ανήλιαγος" που ερμήνευσε στην σκηνή η Μαρίκα Κοτοπούλη. Έμεινε -λόγω της γλώσσας που χρησιμοποίησε- ως το δημοτικό αντίστοιχο του ρομαντισμού, με τον Α. Παράσχο, γι' αυτό το λόγο συγκαταλέγεται πολλές φορές μεταξύ αυτών πού ανανέωσαν την ελληνική ποίηση την δεκαετία του 1880: Τον Παλαμά, τον Νίκο Καμπάνη και τον Δροσίνη. Πέθανε στην Αθήνα το 1924 και μ' έρανο των αναγνωστών του περιοδικού "ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ" στήθηκε η προτομή του στο Ζάππειο. Στους περισσότερους από εμάς τα ποιήματα του φέρνουν στο μυαλό στιγμές από την ιστορία μας, καθώς και έντονες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)