Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Ἄρνηση

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.

Στροφή

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.
(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα)

Πρωί

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.

Περιστατικὰ Γ´

Χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα
τούτη ἡ ἀγάπη ποὺ πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη,
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι ὅμως σφύζει κι ὅμως πάλλει
στὴ δαγκωματιὰ τοῦ μήλου
στὴ χαραγματιὰ τοῦ σύκου
σ᾿ ἕνα βυσσινὶ κεράσι
σὲ μιὰ ρώγα ἀπὸ ροδίτη
τόση ἀνάερη Ἀφροδίτη,
θὰ διψάσει θὰ κεράσει
ἕνα στόμα κι ἄλλο στόμα
χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα.

Ἀφήγηση

(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ

Ἄνοιξη μ.Χ.

Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39

Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη

Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932

Ἔγκωμη

Ἦταν πλατὺς ὁ κάμπος καὶ στρωτός· ἀπὸ μακριὰ φαινόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν ποὺ σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ καὶ ρόδινη· τὸ δείλι.
Στὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ στ᾿ ἀγκάθια τριγυρίζαν                           5
ψιλὲς ἀποβροχάρισσες ἀνάσες· θά ῾χε βρέξει
πέρα στὶς ἄκρες τὰ βουνὰ ποὺ ἔπαιρναν χρῶμα.
Κι ἐγὼ προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες μὲ τ᾿ ἀξίνια σὲ χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ δρόμοι καὶ σπίτια                      10
ξεχώριζαν σὰν πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,
ἡ ἀνατομία μιᾶς ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου τοῦ ναρκοδότη ἢ τοῦ χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα, χλιδὴ καὶ χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά                  15
ἀφήνοντας νὰ φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος ὁ τάφος.
Κι ἀνάβλεψα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν
τοὺς τεντωμένους ὤμους καὶ τὰ μπράτσα ποὺ χτυποῦσαν
μ᾿ ἕνα ρυθμὸ βαρὺ καὶ γρήγορο τούτη τὴ νέκρα
σὰ νὰ περνοῦσε στὰ χαλάσματα ὁ τροχὸς τῆς μοίρας.                     20
Ἄξαφνα περπατοῦσα καὶ δὲν περπατοῦσα
κοίταζα τὰ πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν αἰθέρα τ᾿ οὐρανοῦ, κι εἴτανε θαμπωμένος
κοίταζα τὰ κορμιὰ ποὺ πολεμοῦσαν, κι εἶχαν μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό τους ἕνα πρόσωπο τὸ φῶς ν᾿ ἀνηφορίζει.                    25
Τὰ μαλλιὰ μαῦρα χύνουνταν στὴν τραχηλιά, τὰ φρύδια
εἴχανε τὸ φτερούγισμα τῆς χελιδόνας, τὰ ρουθούνια
καμαρωτὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ χείλια, καὶ τὸ σῶμα
ἔβγαινε ἀπὸ τὸ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μὲ τ᾿ ἄγουρα βυζιὰ τῆς ὁδηγήτρας,                                                          30
χορὸς ἀκίνητος.
Κι ἐγὼ χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, καὶ ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια δὲ γυρίζαν
ἀρνιὰ ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν                               35
πάνω ἀπὸ πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε μ᾿ ἀνάερη τὴ βουκέντρα.
Καὶ ξανακοίταξα τὸ σῶμα ἐκεῖνο ν᾿ ἀνεβαίνει·
εἴχανε μαζευτεῖ πολλοί, μερμήγκια,
καὶ τὴ χτυποῦσαν μὲ κοντάρια καὶ δὲν τὴ λαβῶναν.                      40
Τώρα ἡ κοιλιά της ἔλαμπε σὰν τὸ φεγγάρι
καὶ πίστευα πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν ἡ μήτρα
ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ τὴν ξανάπαιρνε, μάνα καὶ βρέφος.
Τὰ πόδια της μείναν ἀκόμη μαρμαρένια
καὶ χάθηκαν· μιὰ ἀνάληψη.
                        Ὁ κόσμος                                                                                     45
ξαναγινόταν ὅπως ἦταν, ὁ δικός μας
μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸ χῶμα.
                        Ἀρώματα ἀπὸ σκίνο
πῆραν νὰ ξεκινήσουν στὶς παλιὲς πλαγιὲς τῆς μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα στεγνῶσαν μονομιᾶς στὴν πλατωσιὰ τοῦ κάμπου           50
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση στὴ δύναμη τὴ φαγωμένη
στὸν ἄδειο τόπο μὲ τὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ πεθάνουν.

Ἐπιτύμβιο στὴ Γάτα μου τὴν Τούτη

Εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ ἔβενου τὰ μάτια τῆς Σαλώμης
ἡ Τούτη ἡ γάτα ποὺ ἔχασα· διαβάτη, μὴ σταθεῖς.
Βγῆκε ἀπ᾿ τὸ χάσμα ποὺ ἔκοβε στῆς μέρας τὸ σεντόνι
τώρα νὰ σκίσει δὲν μπορεῖ τοῦ ζόφου τὸ πανί.
Ἄγκυρα 22. 8. 1949

Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος

Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας
καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας.
Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς
      θάλασσας.
Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων
σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια·       5
προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει.
Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι·
ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.

Ἡ λυπημένη

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·
κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·
κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·
μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΣΥΛΛΟΓΗ: "Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ" (1919)

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.




Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
Οι μπάγκοι μας προσμένουν.Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Από τη συλλογή  "Ο Πόνος του Ανθρώπου"

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 
 
Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) (Αναγνωρισμένο)


Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!

Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά,
να παύσει την ταπείνωσι που απ’ τον καιρό της μάχης
της Μαγνησίας την πατρίδα του πιέζει.
Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία,
με τους στρατούς της, με τους στόλους της,
με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη.

Υπέφερε, πικραίνονταν στην Pώμη
σαν ένοιωθε στες ομιλίες των φίλων του,
της νεολαίας των μεγάλων οίκων,
μες σ’ όλην την λεπτότητα και την ευγένεια
που έδειχναν σ’ αυτόν, του βασιλέως
Σελεύκου Φιλοπάτορος τον υιό—
σαν ένοιωθε που όμως πάντα υπήρχε μια κρυφή
ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες·
που ξέπεσαν, που για τα σοβαρά έργα δεν είναι,
για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες.
Τραβιούνταν μόνος του, κι αγανακτούσε, κι όμνυε
που όπως τα θαρρούν διόλου δεν θάναι·
ιδού που έχει θέλησιν αυτός·
θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει.

Aρκεί να βρει έναν τρόπο στην Aνατολή να φθάσει,
να κατορθώσει να ξεφύγει από την Ιταλία—
κι όλην αυτήν την δύναμι που έχει
μες στην ψυχή του, όλην την ορμήν
αυτή θα μεταδώσει στον λαό.

Ά στην Συρία μονάχα να βρεθεί!
Έτσι μικρός απ’ την πατρίδα έφυγε
που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της.
Μα μες στην σκέψι του την μελετούσε πάντα
σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας τό πλησιάζεις,
σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα
ελληνικών πόλεων και λιμένων.—


Και τώρα;
                    Τώρα απελπισία και καϋμός.
Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Pώμη.
Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η δυναστείες
που έβγαλε η Κατάκτησις των Μακεδόνων.

Aδιάφορον: επάσχισεν αυτός,
όσο μπορούσεν αγωνίσθηκε.
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν· που, κι εν τη αποτυχία του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει.

Τ’ άλλα— ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.
Aυτή η Συρία— σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του,
αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος)
Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002)
Ένας Θεός των (Αναγνωρισμένο)

Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας
την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει,
σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,
με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,
με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,
οι διαβάται τον εκύτταζαν
κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,
κι αν ήταν  Έλλην της Συρίας, ή ξένος. Aλλά μερικοί,
που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν,
εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·
κ’ ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές,
μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδυάς,
πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα
μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,
και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,
ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Aυτών,
και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του
στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν
απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Ένας Θεός των (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος)
Ένας Θεός των (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002)


Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

        Ο Έλληνας ξένος    
Ψεύτικα χαμόγελα και καλημέρες
Στο ασανσέρ για τη δουλειά κάθε πρωί
Απ’ την αγκαλιά σου ξανά στις άδειες μέρες
Ξανά σε αυτό τίποτα που μοιάζει με ζωή
Πέρασε η Δευτέρα  πάλι με φοβέρες
Πάλι με απουσία του ήλιου το πρωί
Γι’ αυτό ότι χτυπάει του δίνω κι άλλες σφαίρες
Μήπως το κουράσω κι έτσι εκτονωθεί
Πέρασαν οι μέρες λάσπες και φοβέρες
Μα η αφωνία δεν είναι η διαδρομή
Κάνω μια στάση το κόλπο αυτό θα πιάσει
Μες στην αγκαλιά σου στο άγνωστο νησί
Έκλεισα την πόρτα και είχα ήδη χάσει
Όλα τα λεφτά μου σε φόρους στη στιγμή
Κι έμεινα μονάχα ο Έλληνας ο ξένος
Σε μια ταινία που έχει διακοπή
Κάνω μια στάση το κόλπο αυτό θα πιάσει
Μες στην αγκαλιά σου στο άγνωστο νησί
Μόνο η αγάπη είναι αυτό το χάπι
Που γεννάει τα όνειρα σε μια μόνο στιγμή



Μέσα στα  μάτια της βροχής
'Όταν μιλάει ο αέρας  μες τη νύχτα
Λένε ξυπνάνε πάντα οι ψυχές
Κάτι σαράβαλα κορμιά μένουν στο χώμα
Γεμάτα λάσπες, γεμάτα εντολές
Μέσα στα μάτια της βροχής
Αν δεν μπορείς να δεις το μονοπάτι
Δεν φταίει η άνοιξη που τρέχει να σε βρει
Μα ο χειμώνας που σου κλείνει πονηρά το μάτι
Και σου φωνάζει κρύψε τη ψυχή
Για πες μου που μπορείς να φτάσεις για σένα
Για να σου πω αν θα με βρεις τελικά
Πέφτει βροχή και δεν ακούς τη σιωπή μου
Και ο χειμώνας σου φωνάζει έλα πιο κοντά
Μέσα στον ήχο της βροχής
Αν δεν μπορείς να ακούσεις τη σιωπή μου
Θα αργήσεις ξέρω να γυρίσεις πίσω
Θα πιεις και πάλι και θα ζαλιστείς
Μα αν μπω στο πρώτο όνειρο σου θα σε βρίσω
Έτσι θα χάσω, έτσι θα γεννηθώ
Γιατί η αγάπη δεν είναι ένα φως στο χιόνι
Έτσι θα μείνω μόνος μέχρι να σε δω
Μέσα απ’ τα  μάτια της βροχής να τρέχεις μόνη

Σάκης Αθανασιάδης - "Οι ανάσες των εραστών", 2014, σελ. 102, εκδόσεις "το βιβλίο", ISBN: 978-618-81129-9-5

 86 έμμετρα ποιήματα, 86 συνθέσεις, 86 κοινωνικά κι ερωτικά τραγούδια, σπαράγματα μιας κοινωνίας σε τρικυμία… ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΔΩΡΕΑΝ ΕΔΩ:

http://tovivlio.net/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CF%85%CF%86%CE%AE-%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B5%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%8E/


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ  ΣΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ ΕΔΩ:
https://docs.google.com/file/d/0B2W1BdrKPTNdWnFiTXdDRzlXZm8/edit

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 Η Φωτό Μου
ΣΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ( sakathanasiadis@gmail.com )
Γεννήθηκε το 1965 στον Άγιο Πέτρο του Κιλκίς. Το πεζογραφικό του έργο έχει διακριθεί ενώ έχουν δημοσιευτεί άρθρα του σε καθημερινές εφημερίδες. Ποιήματά του βρίσκονται σκόρπια σε ανθολογίες και το έργο του έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος λογοτεχνικών ομάδων και κινήσεων για ένα διαφορετικό βλέμμα. Είναι μέλος της ΑΕΠΙ και μέλος σε κάθε προοδευτική καλλιτεχνική κίνηση. Οι Arpeggios MP το 2012 είναι οι πρώτοι που μελοποίησαν στίχους του σε μορφή demo video στο(youtube), ενώ η πρώτη του δισκογραφική παρουσία γίνεται στο τέλος του 2012 στο CD άλμπουμ : Από το Μηδέν, του Γιώργου Δημητριάδη.
Εργογραφία: ΠΟΙΗΣΗ 1. ΣΑΝ ΘΕΑΤΕΣ (Αθήνα1988)
 2. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΡΝΗΣΗΣ (Σικυώνιος 1990)
3. ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ (Άποψη1993)
4.Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΛΙΟΣ (Α΄ έκδοση Άποψη 2009, Β΄έκδοση 2014,το βιβλίο)
 5. ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (Α΄έκδοση Άποψη 2013, Β΄έκδοση 2014)
6.ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ (Το βιβλίο) 2014)
 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1. ΥΠΑΚΟΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ (Ταχυδρομική1989)- νουβέλα
2. Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ (Απόπειρα 1998)-διηγήματα
3. Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ (Ιωλκός 1999)-διηγήματα
4. ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ (Ιωλκός 2001)-μυθιστόρημα.

ΤΑ ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ

thumbnail 

Ἡ ζωγραφιά μου

Σατίριζε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸν
ἑαυτό του ὁ Σουρῆς, ὅπως ἔκανε
μὲ τὸ ἀκόλουθο ποίημα:

Μπόι δυὸ πῆχες,
κόψη κακή,
γένια μὲ τρίχες
ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Κούτελο θεῖο,
λίγο πλατύ,
τρανὸ σημεῖο
τοῦ ποιητῆ.
Δυὸ μάτια μαῦρα
χωρὶς κακία
γεμάτα λαύρα
μὰ καὶ βλακεία.
Μακρὺ ρουθούνι
πολὺ σχιστό,
κι ἕνα πηγούνι
σὰν τὸ Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιὰ χυτὰ
γεμίζεις στρῶμα
μόνο μ᾿ αὐτά.
Μούρη ἀγρία
καὶ ζαρωμένη,
χλωμὴ καὶ κρύα
σὰν πεθαμένη.
Κανένα χρῶμα
δὲν τῆς ταιριάζει
καὶ τώρ᾿ ἀκόμα
βαφὲς ἀλλάζει.
Δόντια φαφούτη
ὅλο σχισμάδες,
ὕφος τσιφούτη
γιὰ μαστραπᾶδες.

Νὰ ἤμουν παππούς

«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.
Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.
Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.
Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...
 

Ὁ παιχνιδιάρης

Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.
Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.
Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω...
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.
Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.
Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.

Τὸ παραπαῖον γῆρας

Τὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς
σκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς
κι εἰν᾿ ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας
τὸ παραπαῖον γῆρας.
Ὅπου τὸ πόδι μου σταθεῖ
καὶ ὅπου περπατήσω
σιγὰ-σιγὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ
ὁ χάρος ἀπὸ πίσω.
Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ
τὸ τριγυρίζουν σκύλοι
καὶ «χόρτασες κι ἐσὺ ψωμί»
μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς
μακράν του δρῶντος κόσμου
καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς
μοῦ φαίνεται δικός μου.

Και Ὅμως!

Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέον
ἐσάπισα παλαίων
εἰς τῆς ζωῆς τὴ πάλη
τὸ γῆρας τὸ μισῶ
καὶ θέλω καὶ λυσσῶ
νὰ γίνω νέος πάλι.

Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Στὸν ἴσκιο μου

Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;
Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.
Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.
Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς...
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.

Οἱ Ἥρωες

Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.
Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.
Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.
Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΟΛΕΜΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σου 'μειν' εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ' απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι-αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ' η ζωή μας. Όλη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνει
σιγά-σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης...



Η ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Έλαμπ' η δροσούλα ανάλαφρη
στης αυγής τον ήλιο αγνάντια
και τον κήπο εμυριοστόλιζε
με τρεμάμενα διαμάντια.
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να τους χάιδευε
λες αθώρητο ένα χέρι,
καμάρωναν κι' αργοσάλευαν
κ' εψιθύριζαν στ' αγέρι:

-"Πού πηγαίνει η κόρη η πρόσχαρη
"με τη νύχτα στα μαλλιά της,
"με τ' αστέρια στα ματάκια της,
"με τα' αηδόνια στη λαλιά της,
"με τα χείλη της, που η μέλισσα
"τα θωρεί κρυφά και θέλει
"ναύρη εκεί -ω ρόδα απάρθενα!-
"Το γλυκύτερο της μέλι;"

Κ' ελαφρά κι' αχνά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-'Τούτ' η κόρη η γλυκοθόρητη
"που στη γη δεν έχει ταίρι
"πάει με γέλια, πάει μ' ονείρατα,
"πάει με πόθους, πάει τρεχάτη
"απ' την στράτα την ανθόσπαρτη
"στης χαράς τ' ωραίο παλάτι".

Η δροσούλα στάζει ανάλαφρη
και θολή, θολή δεν λάμπει
λες με δάκρυα στολίζονται
όλοι οι κήποι κι' όλοι οι κάμποι...
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να προσπέρασε
άγριο κι' άπονο ένα χέρι,
γέρνουν τη θλιμμένην όψι των
κ' ερωτούν δειλά τ' αγέρι:

-"Πού πηγαίν' η κόρη σήμερα
"με κλεισμένα τα ματάκια της,
"με τα χέρια σταυρωμένα,
"με τα χείλη αχνά κι' αμίλητα
"που τριγύρω των κι' απάνω
"το χαμόγελο εκρυστάλλωσε
"κρύο κι' άχαρο και πλάνο;"

Και πικρά, βαρειά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-"Τούτ' η κόρη η πολυπόθητη,
"που στη γη δεν είχε ταίρι,
"πάει νυφούλα ανθοστεφάνωτη,
"πάει με το στερνό κρεββάτι
"απ' τη στράτα την αγύριστη
"μέσ' του Χάρου το παλάτι".


ΝΕΡΩΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ

Ό,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δε τ' απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ' η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ' τη καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνά αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στη ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι μπρος του
του κάκου κει κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ' το ξανθό
και πίνω κι απ' το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια, του απαντά:
«Τι φταίω 'γω αν τα δάκρυα, π' απελπισμένος χύνεις,
πέφτουνε στο ποτήρι σου, σταλαματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω 'γω κι αν δε μεθάς, τι φταίω 'γω κι αν κλαις;»


ΓΙΑΤΙ ΑΓΡΥΠΝΩ

Δυό γλυκά ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ' άνοιξαν πληγή·
κι' αγρυπνώ απ τον πόνο κι αγρυπνώ απ την έννοια
κι απ' τη συλλογή.
Της νυχτός η πάχνη χάνεται κι' εκείνη
όμοια με καπνό·
η αυγή προβάλλει, το φεγγάρι σβήνει,
κι' όμως αγρυπνώ.
Αγρυπνώ την ώρα που κρυφοφιλιούνται
τ' άστρα ζηλευτά,
αγρυπνώ την ώρα που γλυκοκοιμούνται
τα ματάκια αυτά.
Τίνος είν' τα μάτια; Μη ρωτάς εμένα,
κόρη ευγενική·
σύρε στον καθρέπτη και ζωγραφισμένα
θα τα δής εκεί.


ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ


Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.

Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.


ΣΚΛΑΒΙΑ


Βλέπω στ' αντικρινό μου παραθύρι
όσες φορές το μάτι μου στραφεί
μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι
κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή.

Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοι
κι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά
και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά.

Βλέπω το καναρίνι και τους κρίνους
κι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά.
Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους,
παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά.

Φαντάζομαι στους κήπους τ΄άνθη τ' άλλα
ελεύθερα ν΄ ανθίζουν, να μαδούν,
τα' άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα
ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν.

Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμα
νοιώθω, πως ειν` απάνθρωπη σκλαβιά
για τ' άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα,
για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά.


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.

Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.

Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,

ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ


Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι
δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι
αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο
Και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε
όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και
τριβόλοι.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ


Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού `χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!


Η ΣΗΜΑΙΑ


Πάντα κι όπου σ` αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ,
υπερήφανα δακρύζω,
ταπεινά σε χαιρετώ.

Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της πατρίδος η ψυχή.

Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ` αγεράκι τ` αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκον αφρό.

Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή,
ειν` ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.

Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σα μητέρα σ` αγαπώ.

Κι απ` τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή:
«Να 'σαι πάντα δοξασμένη,
ω Σημαία γαλανή!»


 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ 
Σύντομο Βιογραφικό

Η οικογένεια του, βυζαντινής καταγωγής, εγκαταστάθηκε στην Άνδρο από πολύ παλιά. Ο Π. Πασχάλης στην ιστορία της Άνδρου αναφέρει τον Λεονάρδο Πολέμη και τον νεότερο ξάδερφο του Δημήτριο που κατέλαβαν το αξίωμα του κοτζαμπάση πολλές φορές. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο αρχιεπίσκοπος Τήνου και κατόπιν Φαρσάλων Μακάριος καθώς και ο Μιχαήλ Πολέμης, που ήταν πληρεξούσιος της Άνδρου στην Ε' εθνική συνέλευση στο Άργος, και αργότερα στο Ναύπλιο.
Ο Ι. Πολέμης, τελευταίος απόγονος της οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862.  Θεωρήθηκε πρώιμη ποιητική ιδιοφυία αφού άρχισε να γράφει από 13 ετών. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αισθητική στο Παρίσι. Εκτός από ποίηση έγραψε και θεατρικά έργα. Το 1918 τιμήθηκε με το αριστείο γραμμάτων για την ποιητική του συλλογή "σπασμένα μάρμαρα". Κέρδισε πολλές διακρίσεις σε ποιητικούς και θεατρικούς διαγωνισμούς.
 Ίδρυσε την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων και εξελέγη πρώτος της πρόεδρος. Ήταν ποιητής χαμηλών τόνων και κυρίως τον απασχόλησε ο έρωτας. Υπήρξε εργατικός, πολύ παραγωγικός, ευαίσθητος, ερωτικός και τρυφερός. 
Έγραψε ποίηση  σε γλώσσα κατανοητή,  κάποτε διδακτική - πατριωτική - ηθικοπλαστική και κάποτε με ρομαντικό επίχρισμα. 
Είχε μία αξιοσημείωτη μετρική άνεση, και τα θέματα του ήταν διατυπωμένα κατά κανόνα με απλό τρόπο πράγμα που τα έκανε αγαπητά στους συγχρόνους του. Η συλλογή το παλιό βιολί (1909) εκδόθηκε πολλές φορές και πολλά ποιήματα του μελοποιήθηκαν και έγιναν πολύ γνωστά τραγούδια. 
Ο Πολέμης χρησιμοποίησε στην ποίηση του καθώς και στην θεατρική του παραγωγή στοιχεία από την δημοτική ποίηση και παράδοση. Σε γνωστή λαϊκή παράδοση βασίζεται και το πιο γνωστό του δράμα "Ο βασιλιάς Ανήλιαγος" που ερμήνευσε στην σκηνή η Μαρίκα Κοτοπούλη. Έμεινε -λόγω της γλώσσας που χρησιμοποίησε- ως το δημοτικό αντίστοιχο του ρομαντισμού, με τον Α. Παράσχο, γι' αυτό το λόγο συγκαταλέγεται πολλές φορές μεταξύ αυτών πού ανανέωσαν την ελληνική ποίηση την δεκαετία του 1880: Τον Παλαμά, τον Νίκο Καμπάνη και τον Δροσίνη. Πέθανε στην Αθήνα το 1924 και μ' έρανο των αναγνωστών του περιοδικού "ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ" στήθηκε η προτομή του στο Ζάππειο. Στους περισσότερους από εμάς τα ποιήματα του φέρνουν στο μυαλό στιγμές από την ιστορία μας, καθώς και έντονες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια.