Ὁ ῬωμηόςΣτὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική. Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις ! ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές, κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις, καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές. Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω, καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ, καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί. Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο, κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ, τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω, κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ. Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω, ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ... Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω, κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ. Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει. Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ, τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει, καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ. |
Ὁ Ῥωμηὸς στὸν ΠαράδεισοΘεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου, ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου; Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια, χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό, διαβάζω συναξάρια, παραμύθια, κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά, μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια, νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά! Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις... Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης, νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι, νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί, νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ, νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι... Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά, ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει, καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά! Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε, γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη, πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε, κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι! Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις, καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή, νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή... Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις, καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά, γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις... Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά! |
Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφοςἘγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...τί ἄνθρωπος τᾠόντι καὶ ποία κεφαλή! Ἂν κι ἦτο Βασιλέως Κραταιοτάτου θρέμμα ἐμούντζωσε τὸν θρόνον, ἐμούντζωσε τὸ στέμμα, καὶ τὰ βουνὰ ἐπῆρε μὲ ἱερὰν μανίαν κι ἐδίδασκε τὸν κόσμον ἀγάπnν αἰωνίαν. Κι ἐμόναζε ρεμβάζων αὐτὸς ὁ Ἡγεμὼν πότε παρὰ τὸν Γαγγην ἡ ἄλλον ποταμόν, καὶ πότε εἰς χειμάρρους κι ὑπὸ σκιὰν συκῆς, ἀκούων ἁρμονίας ἀγνώστου μουσικῆς, κι ἐφούντωναν ὡς δάσος τὰ μαῦρα του μαλλιὰ κι ἐφώλιαζαν ἀπάνω λογῆς-λογῆς πουλιά. Τροφή του ἦσαν μόνη τὰ χόρτα κι αἱ ὀπώραι καὶ πρὸς τὰ ὕψη στρέφων καθ᾿ ἑαυτὸν ἐλάλει, κι ἐφάνησαν ἐμπρός του τῆς Ἡδονῆς αἱ κόραι, παγίδας νὰ τοῦ στήσουν μὲ τὰ γυμνά των κάλλη, καὶ τῶν σαρκῶν τὸ σφρῖγος πολὺ τὸν ἐσκανδάλιζε κι ἐκείνη τὸν ἐφίλει κι αὕτη τὸν ἐγαργάλιζε. Ὅμως ὁ μέγας Βούδδας, κατανικῶν τὰ πάθη, στοὺς δόλους τῆς μαγείας ἀτρόμητος ἐστάθη, καὶ πρὶν στὸν δόλον φθάσουν τῆς Ἡδονῆς τὸν ἔννατον καὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνος δὲν χάνει τὰ πασχάλια του, μ᾿ ἀφροὺς θυμοῦ καὶ λύσσης ἐπῆραν τὰ βρεμμένα των καὶ ἄφησαν τὸν Βούδδα νὰ κάθεται στὰ χάλια του. Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ... τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή! Ν᾿ ἀνθέ᾿ εἰς τόσα κάλλη τὴν ράχη νὰ γυρίση; νὰ μὴ τοῦ φέρῃ ρῖγος καὶ τῆς σαρκὸς τὸ χνούδι; . . . δόξα πολλὴ στὸν Βούδδα, μὰ νὰ μὲ συγχωρήση ἂν τοῦ εἰπῶ μὲ σέβας πὼς εἶναι λίγο βούδι. Κι ἐμπρός μου εἶχαν ἔλθει μία φορὰ γυναῖκες πονηραὶ νὰ μὲ τρελλάνουν, ποὺ ἦσαν σὰν τὰ κρύα τὰ νερά, καὶ ἄρχισαν τὰ μάγια νὰ μοῦ κάνουν. Ἐστάθησαν ὁλόρθαις ἐμπροστά μου κι ἐσκόρπιζαν ἀρώματα καὶ μύρα, κι ἐπέμεινα κι ἐγὼ μὲ τὰ σωστά μου νὰ δείξω σὰν τὸν Βούδδα χαρακτῆρα. Μὰ μόλις εἶδα κάποιας λίγο πόδι κι ἡ ἄλλη τὅνα χέρι ξεμανίκωσε, ὁ Βούδδας μοῦ ἐφάνη τότε βώδι κι ὁ διάβολος μ᾿ ἐπῆρε καὶ μὲ σήκωσε. Κι ἂν ὁ Βούδδας πρὸ τῶν νεύρων ἠγωνίζετο τὴν δρᾶσιν, μὰ δὲν ζῇ κανεὶς εἰξεύρων ποίαν ἄρα εἶχε κρᾶσιν. Ἀλλ᾿ ἂν ἦτο σὰν κι ἐμένα τὸν ἀχρεῖον, τὸν κανάγια, δὲν θὰ πήγαιναν χαμένα τῆς ἀγάπης τόσα μάγια. |
Λίγο Μελάνι...
Ἀφιέρωμα τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1878,
Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοιστὴ μετέπειτα γυναῖκα του Μαρία. εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω... Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη, γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω. Ὡς τώρα ἄλλο τίποτα ἀπ᾿ τὸ δικό μου χέρι, παρὰ πολλοὺς νερόβραστους καὶ κρύους στίχους εἶδες. Ἀλλὰ κι οἱ στίχοι ποῦ καὶ ποῦ, καμμιὰ φορά, ποιὸς ξέρει, ἂν ἔχουν δῶρα ζηλευτὰ καὶ ζωντανὲς ἐλπίδες. Οἱ εὐτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες φορὲς γιὰ σένα ἂν ἔξαφνα φτερούγιζαν μὲ τὴν αὐγὴ μπροστά σου, θὰ ἔβλεπες τί εἴχανε οἱ στίχοι μου κρυμένα κι ἄλλη χαρὰ δὲ θά ῾θελε στὸ κόσμο ἡ καρδιά σου. |
Στὴ γυναῖκα μουΠροσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ. Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά, μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα, μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά. Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα, δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα. Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ, ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό. Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ, τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ. Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά, πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά. |
Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίουφιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ 1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου, γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ ...καυτηρίασε δεόντως... Ἀπρίλης 1884) Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα! Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης». Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες, ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες. Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα! ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ. Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων! Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων! Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης, παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!... Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης, κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα, Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα. |
ἈρχηγοίΤοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό· ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ. Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης, μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης. Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν, ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ, δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν. Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει, ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει. Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι! ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα; ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη, καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα; Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα... ᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα. Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν, τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα· ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν, κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα. Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης. Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη, ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς· ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι, ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς. Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα, ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα. Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι, πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς, ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι, κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς. Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης, ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης. |
Παράπονα ΦαντάρουΜὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός. Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα, κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα. Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό, περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό. Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει, θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει. Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς, καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις. Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς, καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς; Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ, τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ. Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια, καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια. Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη, χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι! Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα, ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα! Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια, κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια. Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε, κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται. Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω, καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω. Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή, πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή! |
Ὁ σκαρτάδοςἝνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνοςἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ, κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος, ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί. Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του, κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του. Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο ῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο, γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος, χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος. Τί διάβολο;... κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ; ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ; καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ, θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ. Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε, κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε. Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα, τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ, νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα, καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό. Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει, κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει. Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες, καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς, πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες, καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις. Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα, καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία. Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια, τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου, κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια. Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα... ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα. Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα, καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα, καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα, κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο, κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Γεώργιος ΣουρήςΌπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ασμοδαίος", "Μή χάνεσαι" του Βλάση Γαβριηλίδη και "Ραμπαγάς". Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, [2] που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων», όπως σατιρίζει, στη μετρική. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής. Χαρακτηριστικά του έργου τουΤο έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Γιάννη Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα[1]. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό.Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
Ο Γ. Σουρής παντρεύτηκε το 1881, σε ηλικία 28 ετών την Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, του γένους Αργέντη Ροδοκανάκη, με την οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά. Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.Ο Γ. Σουρής πέθανε το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Βιβλιογραφία
Παραπομπές
|
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014
ΤΑ ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου