Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: " ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ"



Οδυσσέας Ελύτης

Η Μαρίνα των βράχων


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη– Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχρωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

-Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αλμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
΄Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.

Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Γιάννης Ρίτσος: "Η καμπάνα"



Γιάννης Ρίτσος

Η καμπάνα



Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε – είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό ‘δε; ποιος μας το ‘πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ’ απ’ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.


Γιώργος Θέμελης: "Πυρπόληση"



Γιώργος Θέμελης

Πυρπόληση



Σκληρή μου στάθηκε η αγάπη
Σκληρή κι ανήλεη.

Από σκληρή στοργή,
Από πυκνή τρυφερότητα.

Έβαλε φωτιά να κάψει το σπίτι μου.

Μεγάλωσε η φωτιά,
Σηκώθηκε,
Σα μια φλεγόμενη σκιά,
Μια πυρκαγιά.

Καίγονται τα χέρια.

Μανώλης Αλεξίου: "Ψάρια"



Μανώλης Αλεξίου

Ψάρια


Η σκλαβιά σε κλεισμένους γύρους
όλο και πιο στενούς
μας περιζώνει,
καθώς το υγρό στοιχείο τα ψάρια.
Έχουμε αδιάφοροι, νωθροί κατακαθίσει
στο αδιαπέραστο πια σκοτάδι,
στο λασπερό βυθό.
Τ’ αδύναμα μικρά μας βράγχια
δεν αντέχουν να μας πάνε
στον αμόλυντο αγέρα.
Και μόνο λιγοστά και μετρημένα
υδρόβια ανήσυχα,
πηδούνε πάνω απ’ την επιφάνεια,
μόλις προφταίνοντας να ιδούν σαν οπτασία
τη γλαυκή απέραντη έκτασή της.

Ζωή Καρέλη: "Μουσικότητα"



Ζωή Καρέλη

Μουσικότητα


Έμορφη μουσικότητα των φθινοπωρινών
ημερών στη Θεσσαλονίκη,
όταν η βροχή πέφτει πότε πυκνή,
αραιώνει κι ύστερα πάλι
πυκνώνει η ασημένια βροχή,
των πρώτων φθινοπωρινών ημερών,
διάφανη και τόσο λεπτή, σαν

σιγανή μουσική ομιλία γυναικών
στο φθινόπωρο της ζωής των.
Εκείνων των γυναικών που μένουν
στο φθινόπωρο της ζωής των.
Εκείνων των γυναικών που μένουν
ήσυχες και σιωπηλές, μοιάζουν,
λιγάκι περήφανες ή μελαγχολικές
και κάποτε, όταν μιλήσουν,
βιάζονται να πουν εκείνο
που ζητούν ίσως να λησμονήσουν.