Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΟΛΕΜΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σου 'μειν' εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ' απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι-αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ' η ζωή μας. Όλη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνει
σιγά-σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης...



Η ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Έλαμπ' η δροσούλα ανάλαφρη
στης αυγής τον ήλιο αγνάντια
και τον κήπο εμυριοστόλιζε
με τρεμάμενα διαμάντια.
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να τους χάιδευε
λες αθώρητο ένα χέρι,
καμάρωναν κι' αργοσάλευαν
κ' εψιθύριζαν στ' αγέρι:

-"Πού πηγαίνει η κόρη η πρόσχαρη
"με τη νύχτα στα μαλλιά της,
"με τ' αστέρια στα ματάκια της,
"με τα' αηδόνια στη λαλιά της,
"με τα χείλη της, που η μέλισσα
"τα θωρεί κρυφά και θέλει
"ναύρη εκεί -ω ρόδα απάρθενα!-
"Το γλυκύτερο της μέλι;"

Κ' ελαφρά κι' αχνά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-'Τούτ' η κόρη η γλυκοθόρητη
"που στη γη δεν έχει ταίρι
"πάει με γέλια, πάει μ' ονείρατα,
"πάει με πόθους, πάει τρεχάτη
"απ' την στράτα την ανθόσπαρτη
"στης χαράς τ' ωραίο παλάτι".

Η δροσούλα στάζει ανάλαφρη
και θολή, θολή δεν λάμπει
λες με δάκρυα στολίζονται
όλοι οι κήποι κι' όλοι οι κάμποι...
Κι' όλ' οι ανθοί, σαν να προσπέρασε
άγριο κι' άπονο ένα χέρι,
γέρνουν τη θλιμμένην όψι των
κ' ερωτούν δειλά τ' αγέρι:

-"Πού πηγαίν' η κόρη σήμερα
"με κλεισμένα τα ματάκια της,
"με τα χέρια σταυρωμένα,
"με τα χείλη αχνά κι' αμίλητα
"που τριγύρω των κι' απάνω
"το χαμόγελο εκρυστάλλωσε
"κρύο κι' άχαρο και πλάνο;"

Και πικρά, βαρειά ανασαίνοντας
αποκρίθηκε τ' αγέρι:
-"Τούτ' η κόρη η πολυπόθητη,
"που στη γη δεν είχε ταίρι,
"πάει νυφούλα ανθοστεφάνωτη,
"πάει με το στερνό κρεββάτι
"απ' τη στράτα την αγύριστη
"μέσ' του Χάρου το παλάτι".


ΝΕΡΩΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ

Ό,τι κι αν είχε το 'χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του,
τίποτε δε τ' απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ' η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ' τη καρδιά του
κι η υπομονή μαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνά αργά ο καιρός του
και ζει, δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στη ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι μπρος του
του κάκου κει κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ' το ξανθό
και πίνω κι απ' το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια, του απαντά:
«Τι φταίω 'γω αν τα δάκρυα, π' απελπισμένος χύνεις,
πέφτουνε στο ποτήρι σου, σταλαματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω 'γω κι αν δε μεθάς, τι φταίω 'γω κι αν κλαις;»


ΓΙΑΤΙ ΑΓΡΥΠΝΩ

Δυό γλυκά ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ' άνοιξαν πληγή·
κι' αγρυπνώ απ τον πόνο κι αγρυπνώ απ την έννοια
κι απ' τη συλλογή.
Της νυχτός η πάχνη χάνεται κι' εκείνη
όμοια με καπνό·
η αυγή προβάλλει, το φεγγάρι σβήνει,
κι' όμως αγρυπνώ.
Αγρυπνώ την ώρα που κρυφοφιλιούνται
τ' άστρα ζηλευτά,
αγρυπνώ την ώρα που γλυκοκοιμούνται
τα ματάκια αυτά.
Τίνος είν' τα μάτια; Μη ρωτάς εμένα,
κόρη ευγενική·
σύρε στον καθρέπτη και ζωγραφισμένα
θα τα δής εκεί.


ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ


Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.

Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.


ΣΚΛΑΒΙΑ


Βλέπω στ' αντικρινό μου παραθύρι
όσες φορές το μάτι μου στραφεί
μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι
κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή.

Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοι
κι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά
και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά.

Βλέπω το καναρίνι και τους κρίνους
κι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά.
Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους,
παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά.

Φαντάζομαι στους κήπους τ΄άνθη τ' άλλα
ελεύθερα ν΄ ανθίζουν, να μαδούν,
τα' άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα
ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν.

Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμα
νοιώθω, πως ειν` απάνθρωπη σκλαβιά
για τ' άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα,
για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά.


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.

Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.

Κι απ' την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ' των προγόνων τ' άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,

ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ


Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι
δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι
αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο
Και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε
όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και
τριβόλοι.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ


Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού `χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!


Η ΣΗΜΑΙΑ


Πάντα κι όπου σ` αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ,
υπερήφανα δακρύζω,
ταπεινά σε χαιρετώ.

Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της πατρίδος η ψυχή.

Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ` αγεράκι τ` αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκον αφρό.

Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή,
ειν` ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.

Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σα μητέρα σ` αγαπώ.

Κι απ` τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή:
«Να 'σαι πάντα δοξασμένη,
ω Σημαία γαλανή!»


 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ 
Σύντομο Βιογραφικό

Η οικογένεια του, βυζαντινής καταγωγής, εγκαταστάθηκε στην Άνδρο από πολύ παλιά. Ο Π. Πασχάλης στην ιστορία της Άνδρου αναφέρει τον Λεονάρδο Πολέμη και τον νεότερο ξάδερφο του Δημήτριο που κατέλαβαν το αξίωμα του κοτζαμπάση πολλές φορές. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο αρχιεπίσκοπος Τήνου και κατόπιν Φαρσάλων Μακάριος καθώς και ο Μιχαήλ Πολέμης, που ήταν πληρεξούσιος της Άνδρου στην Ε' εθνική συνέλευση στο Άργος, και αργότερα στο Ναύπλιο.
Ο Ι. Πολέμης, τελευταίος απόγονος της οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862.  Θεωρήθηκε πρώιμη ποιητική ιδιοφυία αφού άρχισε να γράφει από 13 ετών. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αισθητική στο Παρίσι. Εκτός από ποίηση έγραψε και θεατρικά έργα. Το 1918 τιμήθηκε με το αριστείο γραμμάτων για την ποιητική του συλλογή "σπασμένα μάρμαρα". Κέρδισε πολλές διακρίσεις σε ποιητικούς και θεατρικούς διαγωνισμούς.
 Ίδρυσε την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων και εξελέγη πρώτος της πρόεδρος. Ήταν ποιητής χαμηλών τόνων και κυρίως τον απασχόλησε ο έρωτας. Υπήρξε εργατικός, πολύ παραγωγικός, ευαίσθητος, ερωτικός και τρυφερός. 
Έγραψε ποίηση  σε γλώσσα κατανοητή,  κάποτε διδακτική - πατριωτική - ηθικοπλαστική και κάποτε με ρομαντικό επίχρισμα. 
Είχε μία αξιοσημείωτη μετρική άνεση, και τα θέματα του ήταν διατυπωμένα κατά κανόνα με απλό τρόπο πράγμα που τα έκανε αγαπητά στους συγχρόνους του. Η συλλογή το παλιό βιολί (1909) εκδόθηκε πολλές φορές και πολλά ποιήματα του μελοποιήθηκαν και έγιναν πολύ γνωστά τραγούδια. 
Ο Πολέμης χρησιμοποίησε στην ποίηση του καθώς και στην θεατρική του παραγωγή στοιχεία από την δημοτική ποίηση και παράδοση. Σε γνωστή λαϊκή παράδοση βασίζεται και το πιο γνωστό του δράμα "Ο βασιλιάς Ανήλιαγος" που ερμήνευσε στην σκηνή η Μαρίκα Κοτοπούλη. Έμεινε -λόγω της γλώσσας που χρησιμοποίησε- ως το δημοτικό αντίστοιχο του ρομαντισμού, με τον Α. Παράσχο, γι' αυτό το λόγο συγκαταλέγεται πολλές φορές μεταξύ αυτών πού ανανέωσαν την ελληνική ποίηση την δεκαετία του 1880: Τον Παλαμά, τον Νίκο Καμπάνη και τον Δροσίνη. Πέθανε στην Αθήνα το 1924 και μ' έρανο των αναγνωστών του περιοδικού "ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ" στήθηκε η προτομή του στο Ζάππειο. Στους περισσότερους από εμάς τα ποιήματα του φέρνουν στο μυαλό στιγμές από την ιστορία μας, καθώς και έντονες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια.

Γεώργιος Ἀθάνας - Ποιήματα

Ὁ Σαλπιγχτής

Στερνὸς ἀπ᾿ ὅλους δούπησε κι ὁ σαλπιγχτὴς στὸ χῶμα.
Τῆς σάλπιγγάς του ὁ ἀντίλαλος δὲν εἶχε σβήσει ἀκόμα.
Τῆς Μικρασίας ξετρέχοντας τὰ πλάτη πέρα ὡς πέρα
πότε ἀντηχοῦσε σὰ λυγμὸς καὶ πότε σὰ φοβέρα.
Ἄθαφτος λυώνει ὁ σαλπιγχτὴς μέσ᾿ στὶς βροχές. Παρέκει
ἡ σκουριασμένη σάλπιγγα πιστὰ τοῦ παραστέκει.
Μὲ τοῦ χιονιοῦ τὸ σάβανο τοὺς σκέπασε ὁ χειμώνας
κι ἦταν βαρὺς σὰν κόλαση, μεγάλος σὰν αἰώνας.
Μὰ τί κι ἂν ἦρθε ἡ ἄνοιξη; Μέσα στὸ νέο χορτάρι
δὲ φαίνεται οὔτε σάλπιγγα, οὔτε σκεβρὸ κουφάρι.
Μόνο ἀπὸ νύχτα σὲ νυχτιὰ βγαίνει τὸ φάντασμά του
καὶ ψάχνει στὰ χαμόκλαδα νὰ βρεῖ τὴ σάλπιγγά του...
Μὴν ἀποκάμεις, Σαλπιγχτή, καὶ μὴ λιγοπιστήσεις!
Χιλιάδες νύχτες θὰ διαβοῦν, νύχτες σιγῆς καὶ φρίκης.
Μὰ θἄρθει, θἄρθει ἕνα πρωὶ ποὺ ἐσὺ θὰ τοὺς χτυπήσεις
μὲ τὴν παλιά σου σάλπιγγα τοὺς νέους σκοπούς τῆς Νίκης!

Σελήνη

Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Στὸ περιβόλι τὸ πυκνὸ
καθὼς κοιμότουν σκοτεινὸ
μπῆκε ἡ κυρὰ σελήνη
καὶ ξύπνησε γιὰ μία στιγμὴ
τ᾿ ἀηδόνι καὶ τὸ γιασεμὶ
καὶ τὴ μουντὴ νεροσυρμὴ
ποὺ ὁλόχρυση ἔχει γίνει!
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Τ᾿ ἄστρα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
χορεύουν καλαματιανὸ
μὲ τὴν κυρὰ σελήνη
κι ἡ θάλασσα μουρμουριστὰ
τὸν ἦχο τάχα τῆς βαστᾷ
καὶ τὴν κυρὰ εὐχαριστᾷ
κι αὐτὴ φλωριὰ τῆς δίνει!

Νοσταλγίες

Φέρε με πάλι στοὺς παληοὺς καιρούς,
καρδιὰ νοσταλγική,
κι ἄσε με ἐκεῖ μονάχο
σὰ ναυαγὸ ποὺ πρόφτασε
τὴν ὥρα πὄλαμψε ἡ ἀστραπὴ
κι᾿ ἁρπάχτηκε στὸ βράχο.
Δύστυχη ἀνθρώπινη καρδιά,
ποτὲ δὲ θὰ εὐχαριστηθεῖς!
Ἐνῷ εὐτυχεῖς περίσσια
στὰ ὁλάνθιστά σου τωρινά -
τῶν περασμένων σου ποθεῖς
τ᾿ ἄνανθα ξερονήσια.

Νυχτερινὴ σιγαλιά

Κοιμᾶται ἡ πλάση. Μὰ βαθειὰ
στὰ μαῦρα χώματά της,
ξύπνια κι ἀθάνατα στοιχειά,
γονεύουν τὰ σπαρτά της.
Πάψε, ἀηδονάκι τῆς φραγῆς
καὶ τῆς λυγιᾶς τριζόνι,
ν᾿ ἀκούσω ὁ σπόρος μέσ᾿ στὴ γῆς
πῶς σκάει καὶ πῶς ριζώνει!

 

Γεώργιος Αθάνας (Ναύπακτος, 1893 - Αθήνα, 1987)

Ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας (Ναύπακτος, 1893 - Αθήνα, 1987) υπήρξε πολιτικός και λογοτέχνης. Διετέλεσε πρωθυπουργός για μικρό χρονικό διάστημα, πρόεδρος της Βουλής και υπουργός κυβερνήσεων του Κέντρου. Ήταν ευπατρίδης της πολιτικής και του κόσμου των διανοουμένων και η ελληνική κοινωνία τον εσέβετο.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ

Kώστας Μόντης - Ἑλληνες ποιητὲς
Ἐλάχιστοι μᾶς διαβάζουν,
ἐλάχιστοι ξέρουν τὴ γλώσσα μας,
μένουμε ἀδικαίωτοι κι ἀχειροκρότητοι
σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ γωνιά,
ὅμως ἀντισταθμίζει ποὺ γράφουμε Ἑλληνικά.
 
 Από τὶς «Στιγμές»
(Ἀποσπάσματα)
Τὸ σκοτάδι εἶν’ αὐτόφωτο,
τὸ φῶς δὲν εἶναι.
Γιατί τόσα Μνημεῖα στὸν Ἄγνωστο Στρατιώτη
κι οὒτ’ ἕνα στὸν Ἄγνωστο Ἄνθρωπο;
Ἐμεῖς ποῦ θὰ βάνουμε τὰ στεφάνια μας;
Νὰ σοῦ πῶ τί εἴμαστε, φίλε μου;
Ταχυδαχτυλουργοὶ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου εἴμαστε,
προδομένοι ταχυδαχτυλουργοί,
ποὺ, ἀπληροφόρητοι, φορᾶμε ἀκόμα
ἔξω ἀπ’ τὰ συρματοπλέγματα
χωρὶς φρουροὺς δεξιὰ κι ἀριστερά σου!
Πόση ἄνοιξη μπορεῖς νὰ δεῖς
μέσ’ ἀπ’ τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς;
πόση ἄνοιξη μέσ’ τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς
μπορεῖς νὰ τραγουδήσεις;
Σκέψου πὼς δέ μᾶς ἔμεινε ἄλλο ὄνειρο
παρὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ μιὰ πόρτα.
Μὴν τὴ φοβηθεῖς τὴ ζωή,
εἶναι πιὸ δειλὴ ἀπὸ ἐσένα,
ντύσου πρόκληση,
ντύσου θάνατο.

 «Στιγμές», 1958
 
 Καφενεῖο «Σάριζα», γωνία Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ Διδότου
Στὸ μικρὸ καφενεδάκι
εἶν’ ἀκόμα κρεμασμένα στοὺς τοίχους
τὰ εἴκοσί μας χρόνια,
ἀναπαράγονται ἀκόμα ἀναλλοίωτες οἱ φωνές τους.
Αὐτὴ ἡ ἀποπετρωμένη στιγμὴ
εἶν’ ἡ στιγμὴ ποὺ πρωτοπατήσαμε στὴν Ἀθήνα,
ποὺ πρωτοκοιτάξαμε ἕνα γύρο τὴν Ἀθήνα,
μ’ αὐτὸ τὸ ξεθωριασμένο «Ἐνοικιάζεται»
χτυπήσαμε τὴν πόρτα τοῦ πρώτου μας σπιτιοῦ.
Ἡ ἀνιψιὰ τοῦ ἀντισυνταγματάρχη
ὅπου νὰ ’ναι θὰ προβάλει στὸ παράθυρο,
ἡ κόρη τῆς σπιτονοικοκυρᾶς μας
ὅπου νὰ ’ναι θὰ γυρίσει ἀπ’ τ’ ὠδεῖο,
οἱ παλιοὶ φίλοι ὅπου νὰ ’ναι θὰ γυρίσουν ἀπ’ τὸ φροντιστήριο,
ὅμως ἐμεῖς ἁπλῶς διαβάζουμε ἕνα διήγημα πιά,
ὅμως ἐμεῖς πρέπει νὰ φύγουμε,
πρέπει νὰ ξανανέβουμε τὰ τριάντα χρόνια
ποὺ μας χωρίζουν ἀπ’ ὅλα αὐτά.
Ἤδη ἐκεῖ ἀπάνω μᾶς γυρεύουν,
ἤδη πολλοὶ σκύβουν νὰ κοιτάξουν τί κάνουμε τόση ὥρα.

 «Ποίηση», 1962
 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:
Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε σην Aμμόχωστο το 1914 και πέθανε στη Λευκωσία το 2004. Σπούδασε Nομική στο Παν/μιο της Aθήνας και εργάστηκε στην Kύπρο ως δημοσιογράφος, καθηγητής, και διευθυντής του Kυπριακού Tουρισμού. Ίδρυσε το πρώτο επαγγελματικό θέατρο της Kύπρου και διετέλεσε εκδότης των εφημερίδων «Eλευθέρα Φωνή» και «Eμπορική» καθώς και των περιοδικών  «Gyprus Chamber of Cammerce Journal» και «Gyprus Trade Journal».
Aπό τα πολλά του έργα ξεχωρίζουν:
Ninima, 1946, Eξ ιμερτής Kύπρου, 1969
Eν Λευκωσία τη…, 1970,  Κύπρος εν Aυλίδι
Tα πεζά:
Γκαμήλες και άλλα διηγήματα
Kλειστές πόρτες
Διηγήματα
O Σαγρίδης, και πλήθος άλλα.
Tιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης Kύπρου, το Aριστείο Γραμμάτων και Tεχνών, το Mεγαλόσταυρο της Aρχιεπισκοπής Aυστραλίας και με πολλές ακόμα διακρίσεις.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ

Μελισσάνθη - Αφθαρσία

Μὰ ναί, ὅλα μοῦ τὸ λένε, ὅτι εἶμαι γέννα
Θεοῦ. Τὰ πάθη μου –ἀφθαρσίας σπόρος–
νόμος στὸ σύμπαν, τῆς θυσίας ὁ φόρος
κι αὐτός μου λέει, πὼς θεϊκὴ εἶμαι γέννα
Τοῦ ἀπείρου ὁ πόθος κλαίει μὲς στὸν ὑμένα
τοῦ ἐγώ μου καὶ τοῦ κόσμου ὁ στενὸς χῶρος
ὅλα μοῦ λένε, πὼς θεϊκὴ εἶμαι γέννα
καὶ στοὺς αἰῶνες μέσα πέφτω σπόρος.
 Σφίγγα

Τὸ νοῦ μου τραγικὸ λογιάζω Οἰδίποδα
τὸ φοβερὸ αἴνιγμά μου νὰ ἐξηγεῖ
–κυλίμι στρώνεται ὁ ἴσκιος μου στὴ γὴ–
Τὸ νοῦ μου τραγικὸ λογιάζω Οἰδίποδα
Φριχτὴ κι ἀπ’ τῆς Πυθίας ἀκούω τὸν τρίποδα
τῆς προφητείας νὰ ὑψώνεται ἡ κραυγὴ
Τὸ νοῦ μου τραγικὸ λογιάζω Οἰδίποδα
τὸ γρίφο τοῦ ἐαυτοῦ μου νὰ ἐξηγεῖ.
 Ἐκ βαθέων
Μεσάνυχτα βαθιὰ
οὐρλιάζουν τὰ στοιχειὰ
κι ἄγριους χοροὺς κάτω ἀπ’ τὸ παραθύρι μου ἔχουν στήσει
–τὸ τρομαγμένο νυχτοκάντηλό μου πάει νὰ σβήσει–
Μὰ στὸ κατώφλι, ξέρω πὼς προσμένει
καὶ φέγγει ἡ χάρη σου λευκοντυμένη
Ὁ φόβος μαντάλωσε τὴ θύρα
κι ἑρμητικὰ κλειστὴ τώρα σκουριάζει
Μὰ στοῦ χιτώνα σου τὰ ἐξαίσια μύρα
τὸ σκοτεινὸ κελί μου ἀρχίζει νὰ εὐωδιάζει
Μέσα, ἡ ψυχή μου ξάγρυπνη κι ἀκούει
Ἀόρατο δάχτυλο τὴν πόρτα κρούει
κι ὑψώνεται στὴ νύχτα ἡ μυστικὴ φωνὴ
Κάποτε, ἡ θύρα μόνη θ’ ἀνοιχτεῖ
κι ἐκείνη ταπεινὰ θὰ σὲ δεχτεῖ.
 «Προφητεῖες», 1932
 Ψαλμὸς Α΄

Τί ἀξία θὰ ’χει, εἶπα, σὲ Σέ, νὰ ρθῶ
ὅταν τὸν κόσμο πιὰ θὰ βαρεθῶ
κι ὅλες τὶς ἡδονὲς του δοκιμάσω
Τί ἀξίζει, ὅταν τὰ πλούτη μου θὰ χάσω
τὴν ἀρετὴ τῆς φτώχιας νὰ ντυθῶ
Καὶ τί θ’ ἀξίζει νὰ μετανοήσω
ὅταν δὲ θὰ μπορῶ πιὰ ν’ ἁμαρτήσω
Στὰ πόδια σου, τί ἀξίζει νὰ συρθῶ
ὅταν τὴν τιμωρία σου φοβηθῶ
Καὶ φεύγοντας τῶν τύψεων τὸ μαστίγιο
νὰ ’ρθω σὲ Σέ, καθὼς σὲ καταφύγιο.
Ἢ τώρα ἢ ποτὲ νὰ μὴν ἐρθῶ
Ἢ τίποτα ἢ τὰ πάντα ν’ ἀρνηθῶ
Τοὺς θησαυρούς μου ὅλους νὰ σοῦ σκορπίσω
κι ὄχι μὲ ψίχουλα νὰ σ’ ἐλεήσω
Καὶ νὰ μπορέσω νὰ σοῦ πῶ· νὰ δὲ με
τὶς πιὸ ἀκριβὲς ἀγάπες μου ἀπαρνιέμαι
Κι ὅ,τι εἶχα συναγμένα μὲ στοργὴ
στὴν πρώτη σου τ’ ἀφίνω προσταγὴ
Μ’ ἀπ’ τὸ δειλὸ κορμί μου ἂν προδοθῶ
ὅρκο σου κάνω νὰ παραδοθῶ
μονάχη μου στοῦ δήμιου τὸ μαχαίρι
ἥμερο, ἐξιλαστήριο περιστέρι.
Ἐφιαλτικός κύκλος
Ξέφυγα τοῦ φόβου κι ὁ φόβος μ’ ἀκολούθησε
ὅπως ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
Τὸν ἄφησα πίσω μου κι αὐτὸς βγῆκε μπροστὰ
Τὸν πάλεψα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμεινε ἀνέπαφος
Τὸν ἀποστράφηκα κι ἔγινε φοβερὸς
Ζήτησα νὰ τοῦ κρυφτῶ καὶ κρύφτηκε μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεξα καὶ δὲν ἔπαψε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτός… Ὅμως
δὲν στράφηκα, φοβήθηκα, καθὼς
τὸ θάνατο ἔφευγα κι ὁ θάνατος μ’ ἀκολουθοῦσε
σὰν ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
καθὼς πίσω τὸν ἄφινα καὶ μοῦ ’βγαινε μπροστὰ
καθὼς τὸν πάλευα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμενε ἀνέπαφος
κι ὡς τὸν ἀποστρεφόμουν γίνονταν πιὸ φοβερὸς
Γύρευα νὰ τοῦ κρυφτῶ κι αὐτὸς κρυβόταν μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεχα καὶ δὲν ἔπαυε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτός… Πάλι φοβήθηκα, καθὼς
τοῦ Κάϊν ξέφευγα καὶ κεῖνος μ’ ἀκολούθαγε
σὰν ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
καθὼς πίσω τὸν ἄφινα καὶ μοῦ ’βγαινε μπροστὰ
καθὼς τὸν πάλευα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμενε ἀνέπαφος
κι ὡς τὸν ἀποστρεφόμουν γίνονταν πιὸ φοβερὸς
Γύρευα νὰ τοῦ κρυφτῶ κι αὐτὸς κρυβόταν μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεχα καὶ δὲν ἔπαυε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτὸς
Στράφηκα, ἔμοιαζε ξένος
Τὸν κοίταξα… Ἤμουν ἐγώ.
 «Τὸ φράγμα τῆς σιωπῆς» 1965

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
    «Mελισσάνθη» είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Kούγια-Σκανδαλάκη. Γεννήθηκε το 1909 στην Aθήνα, όπου και σπούδασε μουσική, ζωγραφική και χορό, γαλλική και γερμανική φιλολογία.
Tο 1931 εξεδόθη η δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο Προφητείες, η οποία προκάλεσε πληθος συζητήσεων για τα πολύ ενδιαφέροντα και νέα στοιχεία που κόμιζε στη νεοελληνική ποίηση, Nωρίτερα, η ποιητική της συλλογή Φωνές εντόμου 1930, είχε σηματοδοτήσει την απαρχή μιας συγγραφικής δραστηριότητας που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με κύριο χαρακτηριστικό την μεταφυσική ανησυχία και την ιχνογράφηση της ανθρώπινης ύπαρξης μετέφρασε πλήθοςευρωπαίων ποιητών (Έλιοτ, Mπρέχτ κλπ), ασχολήθηκε με το δοκίμιο και απέσπασε 2 κρατικά βραβεία ποίησης (1965, 1976).
Έργα της:
Φλεγόμενη βάτος,
H εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας.
Tο φράγμα της σιωπής κ.ά.
Πέθανε στην Aθήνα το 1990.

ΕΓΡΑΨΑΝ:

 
 
«[…] Ποίηση στο βάθος μεταφυσική και κοσμική μαζί, χορευτική λυρική, που παίζει στο τέλος δραματικά με τις προσωπίδες, που σκεπάζουν την υπαρξιακή μας πρωταρχή, η ποίηση της Mελισσάνθης είναι μιά περιπέτεια που σώζει όμως τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα, κατά την έκφραση της ποιήτριας […]».
 
KΩΣTAΣ Π. MIXAHΛIΔHΣ, «Eυθύνη», Tα ποιήματα της Mελισσάνθης, 1984
 
 
«[…] H ποίηση της Mελισσάνθης, στη βαθύτερη ουσία της έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, αποτελείται από τις συγκινημένες έννοιες, που οδηγούν την έκφραση στα θρησκευτικά σύμβολα. Για την ποίηση αυτή η ζωή είναι θρησκευτική εντολή, κραυγή εγρήγορσης μέσα στη νύχτα. H ζωή είναι ακοίμητη πνευματική ενέργεια, αγώνας ενάντια στη μοίρα, ενάντια στο φυσικό λήθαργο, στο κατασκέπασμα της χαύνωσης και της φυσικής αδράνειας κι είναι μαζί τάση προς τα ψηλά, ελπίδα και προσδοκία για την αυγή μιας νέας ζωής, που μαντεύεται κι αναγγέλεται άριστα. Γι’ αυτή την αναμονή «μακάριοι οι γρηγορούντες κι ανάξιοι οι ραθυμούντες». Mέσα στους στίχους της φτάνουν αόριστοι αντίλαλοι από τους αγώνες του λαού στα χρόνια της κατοχής κι αργότερα, σκεπασμένοι στα σύμβολα και τις εικόνες […]».
 
MAPKOΣ AYΓEPHΣ, «Kαινούργια Eποχή», Xειμώνας 1963
 
 
 
 
 
«[…] O συμβολισμός που χρησιμοποιεί συχνά η Mελισσάνθη είναι μάλλον ένας τρόπος να επεκταθεί στους τόπους της φαντασίας, η αγωνία ενός ατόμου, που την πίστη στον Άνθρωπο θέλει να την κάνει πίστη στο Θεό, παρά μιά τεχνική που υπαγορεύεται από ένα ορισμένο αίσθημα του ωραίου […]».
 
ΓIΩPΓOΣ ΣAPANTAPHΣ. «Aφιέρωμα στη Mελισσάνθη», EΛIA 1985
 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΕΤΑΛΑΣ: Δόκιμη Ποίηση



Βαγγέλης Πεταλάς
Μοιάζουν τ’ αστεράκια

Μοιάζουν τ’ αστεράκια
κολλημένα διαμαντάκια
στο μαβί του ουρανού
και στα γένια του Θεού
Αγγελάκια τα φροντίζουν
που στα σύννεφα γυρίζουν
κάθε βράδυ τα ανάβουν
τις ευχές για να προλάβουν.

Ζωγραφική

Πάρε συ ένα πινέλο
εγώ θα φέρω τη μπογιά
έλα να βάλουμε στους τοίχους
τη δική μας πινελιά.
Ένα χαμόγελο μεγάλο
και δυο μάτια όλο χαρά
έτσι θα διώξουμε το γκρίζο
θα σβήσουμε την καταχνιά.
Ζωγράφισε λίγο γαλάζιο
βάλε το πράσινο πιο κει
έλα, δείξε μου τον ήλιο
να σου δείξω τη βροχή.
Φτιάξε χώρο για το Μάη
κάνε την άνοιξη πιο φωτεινή
δώσε και στο καλοκαίρι
λίγη αύρα δροσερή.
Όχι, μη σβήνεις το χειμώνα
δικός μας είναι κι αυτός
ζωγράφισε μιαν ανεμώνα
και θα γίνει ανθιστός

Το ποδήλατό μου

Κάνω ορθοπεταλιά
ψηλά πετάω στα βουνά
από κοντά και μία σούζα
όπα! σκοντάφτω στην πελούζα
πλάι στον ήλιο στο φεγγάρι
λάμπει σαν μαργαριτάρι
πάνω στης θάλασσας το κύμα
δίτροχο είναι μοιάζει ποίημα
τσουπ! προσγειώνομαι στο δρόμο
χαιρετώ τον τροχονόμο
πίσω, γυρνώ πάλι στο σπίτι
μέσα στο φως τ’ αποσπερίτη.

Το φεγγάρι

Είν’ απόψε το φεγγάρι
της νυχτιάς μαργαριτάρι
σαν λαμπάδα κι αγιοκέρι
μέσα στου Θεού το χέρι.
Αχνοφέγγει το βραδάκι
πολύτιμο σαν πετραδάκι
καρφωμένο εκεί ψηλά
στ’ ουρανού την αγκαλιά.

ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

 Σήμερα τα κύματα
έγδερναν την παραλία
ο κόσμος βογκούσε πίσω
απ” τις μάσκες
κι οι Άγιοι κλείδωναν
τις εκκλησίες τους.

ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Ο άνεμος λυσσομανά
σαν άγριο θηρίο ουρλιάζει
σπάει πόρτες και παράθυρα
τις προσευχές μπερδεύει
των ευλαβών
σηκώνει τις παρθένες απ” τα
κρεβάτια τους
ρουφάει το μεδούλι των νηπίων
και παίζει κρυφτό με τους φόβους μας.

Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ

Σιγά , σιγά τούς λησμονώ
ακόμα και τα τηλεφωνήματα
αραίωσαν
Ας ζήσουν όπως διάλεξαν
κι ας περάσουμε το υπόλοιπο
αναίμακτα
Η χάρη που μας δόθηκε στα νιάτα μας
ξεψύχησε
Σε κάθε βήμα λέοντες μας
σκάβουν το λάκο.

ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ

Νόμιζα πώς μου
είχε δοθεί η χάρη
«Να ο σαλός του Κυρίου»
θα κραύγαζαν
π’ως θα έδινα πνοή σ” ένα
πήλινο πουλί ο τρελός πίστευα.
Τι ματαιοδοξία Θεέ μου
Τι τραγική απογοήτευση.

ΛΑΘΡΟΘΗΡΙΑ

Ποιήματα
Ποιήματα
παντού
πετάνε δεξιά κι αριστερά
κάθονται πάνω στα σύρματα
και πιάνουν κουβέντα με τα πουλιά
κρύβονται σε δέντρα σφαγμένα
Λαθροθήρες ποιητές τα κυνηγούν.

ΕΠΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Έχω ξεχάσει πώς να μετρώ
τις μέρες
Σε πόσες μέρες φτιάχτηκε ο κόσμος;
Ποια μέρα αναπαύθηκε ο Δημιουργός;
Πόσες μέρες ξενυχτάμε τους νεκρούς μας;
Εκείνες (οι μέρες) πίσω από διπλά τζάμια
μου βγάζουν τη γλώσσα
ξεδιάντροπα αιώνιες
απάνθρωπα αθάνατες
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη………..
Ξανά και ξανά
ονοματίζουν
το χρόνο που μας
απομένει.
                                                              από

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ

Kική Δημουλά - AΣEBEΣ TO KANONIKO
Τρελάθηκες δύση;
Βγάλε ἀμέσως τὰ κόκκινα
ντροπὴ
στὴν κηδεία σου πᾶς.
 Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» 2007
  H ΛYTPΩΣH THΣ MAΓΔAΛHNHΣ
Ἐπιτέλους
ἔμπηξα τὸ χαριστικὸ καρφὶ
στὸ πάθος μου γιὰ σένα
τετέλεσται ὅλα
στὸν μέσα καὶ τὸν ἔξω μου σταυρὸ
κι ἔτσι, δίχως θρήνους
ἀπαθὴς κατεβάζω
τυλιγμένο μὲς στὸ λευκὸ σεντόνι
τῶν μαλλιῶν μου
τὸ ἄψυχο διωγμένο φίλημά μου
ἀπὸ τὰ ἀπαρνητικά σου πόδια
τὰ ὄξινά σου χείλη
μόνη μου τὸ σηκώνω
δὲν ἔχει κὰν
τὸ ἰδεολόγο ἐκεῖνο βάρος ποὺ
ἀποκτᾶ μιὰ στέρηση ὅταν
τὴν κληρονομεῖ ἡ ἱστορία
ἄχ, πανάλαφρος ἀπέμεινε
ὁ θάνατος τοῦ πόθου μου γιὰ σένα
φυσικὸ
ἔχει κλαπεῖ ἀπὸ μέσα τοῦ τὸ σῶμα
μέτρα πόσους αἰῶνες ἤκμασε φρενῆρες
σφαδάζοντας ἐπάνω
στὴν παγερὴ ἀπάρνησή σου γατζωμένο
καὶ τώρα ποὺ ἀποχωροῦν
αἳ μυροφόροι μοῖραι μία μία
κι ἔμεινα μόνη μὲς στὸ ἄδειο γεγονὸς
ἀνασηκώνω τὸ καπάκι ποὺ σκεπάζει
αὐτὰ ἐδῶ τὰ πτώματα ποὺ γράφω
καὶ θλιμμένη γελῶ παρατηρώντας
πῶς ζάρωσε τί γερόντιο ἔθιμο ἀπέμεινε
ὁ ἔρως μου γιὰ σένα
ἀλλὰ καὶ τί γραΐδιο κωμικὸ τί μάταιο
ἡ μὴ ἀνταπόκρισή σου
τετέλεσται ὅλα Χριστέ μου.
Τήρησα ὡστόσο εὐλαβῶς
τὸ ἔθιμο τῆς ὀδύνης καὶ φέτος.
ΠPOΣEXE

Ὅταν στρώνεις τὸ τραπέζι
πρὶν καθίσεις
νὰ ἐλέγχεις σχολαστικὰ
τὴν ἀντικρινή σου καρέκλα
ἂν εἶναι γερὴ μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οἱ ἐγκοπὲς
μήπως φαγώθηκαν οἱ ἁρμοὶ
ἂν ὑποσκάπτει τὸ σκελετὸ
σκουλήκι
γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα ὅλο καὶ πιὸ βαρύς 
ΣTO KAΣEΛAKI

Δυὸ τρεῖς φωτογραφίες
πρόσφατες σχετικὰ
τὶς ἔχω κρεμασμένες
δίπλα στὰ κλασικὰ ταγιέρ μου
εὔκολα τὶς βρίσκω.
Οἱ παλιὲς
ἔχουν ἀποθηκευτεῖ ξεχασμένες
σ’ ἕνα κασελάκι ξύλινο
ζωγραφισμένο ἀπ’ ἔξω
μὲ Διονύσου σταφύλια.
Μοῦ τὸ ἔστειλαν κάποτε δῶρο
κάτι φιλικά μου ἀμπέλια.
Ἀναδεύω. Χρειάστηκα ἐκτάκτως
τὸ πιστοποιητικὸ μιᾶς θάλασσας
ἀδύνατον νὰ βρῶ πότε καὶ ποὺ
βυθίστηκε.
Στὸ βυθὸ κατεβαίνω
ψάχνω εἰσχωρῶ στὰ ναυάγια
Θεέ μου πόσα πρόσωπά μου
βρίσκω σὰν ὄστρακα κολλημένα
στῶν ματιῶν τὰ θαμπὰ φινιστρίνια
λίγα λίγα τ’ ἀνεβάζω
στὸ κατάστρωμα τοῦ φωτὸς τ’ ἀπιθώνω
ξαναβουτάω
φέρνω κι ἄλλα πρόσωπά μου
στὴν ἐπιφάνεια
ἀπίστευτο κοίτα πόσες φορὲς
ἄρα δὲν εἶναι τόσο σύντομη
ὅσο λέμε, ἡ ζωὴ
ἀλλὰ καὶ σύντομη νὰ εἶναι
ἕνας λόγος παραπάνω
νὰ ἐπαίρομαι, πόσες φορὲς
μέσα σὲ μία τόσο σύντομη ζωὴ
ἀφθόνησε νὰ πεθαίνω.
Καὶ μὲ τί φωτογένεια.
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» 2007
 



Ποίηση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου

Δημήτρης Δασκαλόπουλος - Γανυμήδης
Ὁ Γανυμήδης ὁ μικρός, ὁ γιὸς τῆς Καλλιρρόης,
κάτοικος τοῦ πηλοῦ δυὸ χιλιάδες χρόνια τώρα
στενεμένος τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀπ’ τὴ σιωπὴ
καὶ τὸ ψημένο κορμί του
ἕνα Σαββάτο βράδυ μία Κυριακὴ πρωὶ
κατέβηκε ἀπ’ τὸ βάθρο του
κάνοντας θρύψαλα τὸ πεντακάθαρο
προστατευτικὸ κρύσταλλο
καὶ πῆρε τοὺς δρόμους.
Ἡ ἄνοιξη μοσχοβόλαγε –γειτόνισσα τοῦ θανάτου…
Στὸ πρῶτο στενὸ τὸν πῆραν ἀπὸ πίσω
ὄμορφοι ἔφηβοι μὲ δύσκολες
ἀμετάφραστες κουβέντες.
Χώθηκε τρέχοντας στὰ γνώριμα στενὰ
καὶ πλάγιασε στὰ σκαλοπάτια τοῦ Ἡφαιστείου.
Ὁ ἠλεκτρικὸς ταξίδευε ὀληνύχτα τὴν πολιτεία
ἐγκλωβισμένο ἐκκρεμές.
Τὰ χαράματα τράβηξε
κατὰ τὸ ρημοκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ἄναψε ἕνα ἕνα τὰ μανουάλια καὶ τὶς λαμπάδες
φόρεσε τὰ χρυσὰ ἄμφια
ἔρριξε καρβουνάκι στὸ ἄνεργο θυμιατὸ
καὶ λειτούργησε.
Ὕστερα γύρισε τρέχοντας
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ θεοῦ-πατέρα του.
Ἀκόμα καὶ σήμερα θὰ τὸν δεῖτε
Νὰ στέκει στὸ βάθρο του
γαληνεμένος ἤρεμος
φορώντας τὸ πιὸ γλυκὸ χαμόγελο
στὰ ὀνειρεμένα χείλη.
Μέχρι τὴν ἄλλη Κυριακὴ
μέχρι τὸν ἄλλον αἰώνα.
(Νέκυια, 1978)
 
 
Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο
Το Νάσου Βαγεν
Τὰ πράγματα εἶναι ὅπως τὰ γνώρισες.
Λίγο χειρότερα ἴσως, γιατί
ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει τὶς συφορές.
Ἡ συφορὰ εἶναι ἕνα σκληρὸ προσκεφάλι ὅπου πλαγιάζω
καὶ δὲν λέει νὰ μὲ πάρει ὁ ὕπνος.
Τὶς νύχτες βυθίζομαι
σ’ ἕνα μαῦρο ποὺ ἀναιρεῖ τὸ σκοτάδι
καὶ μετρῶ ἑκατὸ ἄσπρα πρόβατα
ποὺ ὡρίμασαν γιὰ τὴ Λαμπρὴ
ἢ παραδίνομαι στὰ ὄνειρα. Σιγὰ σιγὰ συνηθίζω…
Κι ὅταν ἀνέβει ὁ ἥλιος
πρέπει νὰ στύψω δυνατὰ μίαν ἀχτίδα
γιὰ νὰ κατεβάσει μία σταγόνα φῶς.
Ὕστερα ἀρχίζω τὸ πάρε δῶσε μὲ τὶς λέξεις
ποὺ κυκλοφοροῦν σὰν λεωφορεῖα
ἢ σὰν παραποιημένη εἴδηση.
Ξέρεις, ἀπ’ ὅλα τὰ μέσα συγκοινωνίας
τὰ πιὸ σαράβαλα εἶναι οἱ λέξεις·
κάθε τόσο μ’ ἐγκαταλείπουν μεσοστρατίς.
Κάποτε
μὲ λιγοστὲς φράσεις μποροῦσες
νὰ ταξιδέψεις μίαν ἀπόσταση πολλῶν χρόνων.
Τώρα βάζω τὶς λέξεις στὴ σειρὰ
φράζω τὴν ἔξοδο μὲ μίαν ὁλοστρόγγυλη τελεία
μὰ ἐκεῖνες δραπετεύουν
γλιστρώντας
πάνω στὸν ἄσπρο τοῖχο τῆς σελίδας.
Προτιμοῦν νὰ γίνουν σύνθημα σὲ διαδήλωση
διαφημιστικὸ μήνυμα
οὐρλιαχτὸ ζώου
τὴν ὥρα ποὺ σωριάζεται ὁ κατάδικος πυροβολημένος.
Πῶς νὰ σοῦ γράψω, Ἐρμόλαε;
Βρίσκομαι πάνω σ’ ἕνα κάρο
κατηφορίζοντας στενὰ καλντερίμια·
Τ’ ἄλογα ἀφήνισαν καὶ σπάσαν τὰ γκέμια.
 
Πῶς νὰ σοῦ γράψω;
Οἱ λέξεις πού μοῦ ἀπόμειναν μυρίζουν σφαγεῖο.
Τὶς ἀποθέτω μὲ τρυφεράδα στὸ χαρτὶ
μὰ κεῖνες ἀφορμίζουνε καὶ στάζουν αἷμα
ὅπως οἱ τρυπημένες παλάμες
τοῦ Ἐσταυρωμένου.
(Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο, 1981)
Βιογραφικὸ σημείωμα
Ἔχει μετέλθει πολλὰ ἐπαγγέλματα.
Σὲ δύσκολες ὧρες ἰδιώτευσε
ὡς μεσίτης πόθων καὶ ὡς προξενητὴς
ἀνεκπλήρωτων ὀνείρων. Ἐπιδόθηκε
στὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν: τῆς σιωπῆς,
τῶν χρωμάτων, τῆς ἁφῆς, τῆς μουσικῆς,
τῶν ψιθύρων. Μὲ ἰδιαίτερη εὐχέρεια
χειρίζεται τὴ διάλεκτο τοῦ μαύρου, ἰδίως
ὅπως ὁμιλεῖται μεσουρανοῦντος τοῦ ἥλιου.
Προσφάτως παρακολουθεῖ ἰδίαις δαπάναις
μαθήματα ἀποχρώσεων καὶ ὑπεκφυγῶν.
Στὸν ἐλεύθερο χρόνο του
προτιμᾶ νὰ διαβάζει ὀλιγοσέλιδα βιβλία
κυρίως γιὰ τὰ ἴχνη αἵματος
ποὺ ἀφήνουν στὰ δάχτυλα
καθὼς τὰ ξεφυλλίζεις.
 
(Ὑπαινιγμοί, 2007)


Άρης Αλεξάνδρου, ποιήματα

 Άρης Αλεξάνδρου  - Τὸ μαχαίρι
Ὅπως ἀργεῖ τ’ ἀτσάλι νὰ γίνει κοφτερὸ καὶ χρήσιμο
μαχαίρι
ἔτσι ἀργοῦν κι οἱ λέξεις ν’ ἀκονιστοῦν σὲ λόγο.
Στὸ μεταξὺ
ὅσο δουλεύεις στὸν τροχὸ
πρόσεχε μὴν παρασυρθεῖς
μὴν ξιπαστεῖς
ἀπ’ τὴ λαμπρὴ ἀλληλουχία τῶν σπινθήρων.
Σκοπός σου ἐσένα τὸ μαχαίρι.

Μέσα στὶς πέτρες
Κι ὅμως δὲν αὐτοκτόνησα.
Εἴδατε ποτὲ κανέναν ἔλατο νὰ κατεβαίνει μοναχός του
στὸ πριονιστήριο;
Ἡ θέση μας εἶναι μέσα δῶ σ’ αὐτὸ τὸ δάσος
μὲ τὰ κλαδιὰ κομμένα μικσοκαμένους τοὺς κορμοὺς
μὲ τὶς ρίζες σφηνωμένες μὲς στὶς πέτρες.
 
 «Εὐθύτης ὁδῶν», 1959
 
Νεκρὴ ζώνη
Μὲ τὶς λέξεις σου νὰ εἶσαι πολὺ προσεχτικὸς
ὅπως εἶσαι ἀκριβῶς μ’ ἕναν βαριὰ τραυματισμένο
ποῦ κουβαλᾶς στὸν ὦμο.
Ἐκεῖ ποὺ προχωρᾶς μέσα στὴ νύχτα
μπορεῖ νὰ τύχει νὰ γλιστρήσεις στοὺς κρατῆρες τῶν ὀβίδων
μπορεῖ νὰ τύχει νὰ μπλεχτεῖς στὰ συρματοπλέγματα.
Νὰ ψαχουλεύεις στὸ σκοτάδι μὲ τὰ γυμνά σου πόδια
κι ὅσο μπορεῖς μὴ σκύβεις
γιὰ νὰ μὴ σούρνονται τὰ χέρια του στὸ χῶμα.
Βάδιζε πάντα σταθερὰ
σὰν νὰ πιστεύεις πὼς θὰ φτάσεις πρὶν σταματήσει ἡ καρδιά του.
Νὰ ἐκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη ἀπ’ τὶς ριπὲς τῶν πολυβόλων
γιὰ νὰ κρατᾶς σωστὸν τὸν προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στὶς γραμμὲς τῶν δυὸ μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος ἔτσι νὰ βαδίζεις
σὰν νὰ πιστεύεις πὼς θὰ φτάσεις ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ
ἐκεῖ στὴν πρωινὴ τὴν πράσινη σκιὰ ἐνὸς μεγάλου δέντρου.
Πρὸς τὸ παρόν, νὰ ’σαι πολὺ προσεχτικὸς
ὅπως εἶσαι ἀκριβῶς μ’ ἕναν μελλοθάνατο ποὺ κουβαλᾶς στὸν ὦμο.
 
 «Εὐθύτης ὁδῶν», 1959
 
Ἐπιστροφὴ
 
Ἔτσι ποὺ γυρίσαμε
γυαλίζουνε οἱ ράγιες στὸ σκοτάδι
ἀπ’ τὴν πολλὴ σιωπὴ
ἔτσι ποὺ γυρίσαμε
βρήκαμε τοὺς εἰσπράκτορες σφαγμένους
καὶ τὸ πεντακοσάρικο γιὰ τὸ εἰσιτήριο
θὰ μᾶς περισσεύει
καὶ τὰ τέσσερα χρόνια
γι’ αὐτὸ ποὺ λέγαμε ζωή μας
θὰ μᾶς λείπουν
ἔτσι ποὺ γυρίσαμε κι οἱ δρόμοι προχωρᾶνε
τετραγωνίζοντας τὴν ἄδεια πολιτεία
σὲ πένθιμους φακέλους
κι αὐτὸς ὁ ἀστυφύλακας περνάει καὶ χασμουριέται
Θεέ μου! ἃς μίλαγε τουλάχιστον αὐτὸς
κι ἅς μοῦ ζητοῦσε
τὴν ταυτότητά μου.
 
 «Ἄγονος γραμμή», 1952
 
 

 

Γιάννης Γρυπάρης

 Γιάννης Γρυπάρης  Ὁ κισσὸς
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
Μυριόριζος μυριόκλωνος – ὁ πόνος ποὺ πονῶ,
στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγμὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.
Τοὺς δρόμους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς μακρυνούς,
ὥρα καὶ θάβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾶ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεμπούλια.
Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώματα τοῦ πένθιμου κισσοῦ
κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργίτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
μὲς σ’ ἀτρικύμιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.
Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποὺ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῶ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾶ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.
Φουντώνει ἡ νύχτα· κ’ ἔρχουνται τριγύρω μου μιά-μιὰ
κι ὅλες μαζὶ ἀπ’ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.
Μάταια! ζῆ ποτὲ ἡ ζωὴ μ’ ἀνάμνησες ποὺ ζῆ,
ποὺ θὰ ξυπνήση καὶ μ’ αὐτὲς θὰ γύρη,
ἐνῶ ὁλοτρόγυρα βροντᾶ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ’ τῆς ζωῆς, ποὺ ζῆ, τὸ πανηγύρι;
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
 
«ΕΛΕΓΕΙΑ»
 
Γιάννης Γρυπάρης - Ὁ Νυμφίος
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ πόυ ὁλόγυρά μου ἁπλώνει
τρέμει θαμπὸ τασημοκάντηλό μου·
καὶ ’δω ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ μόνη
ἀποτραβιοῦμαι, νοιώθω νὰ ζυγώνη
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασμα τοῦ τρόμου.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ὁ χνουδωτὸς καντηλοσβύστης πάει
στὸ φῶς, ποὺ τὸν τραβάει, πάει καὶ πέφτει·
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ’ ἀνάλαφρον ἀνάσυρμα καὶ πάει
καὶ πνίγεται στὰ βάθη ἐνὸς καθρέφτη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Μὲ νήμ’ ἀνεμοκλώστινο ἡ ἀράχνη
τῆς ἔγνοιας πλέκει στὴν καρδιά μου δίχτυ·
σὰν κάποιο χέρι κρούσταλλό μου ψάχνει
τῶν σπλάχνων μου τὰ σπλάχνη – μὰ οὔτε ἄχνη
μ’ οὐδ’ ἀνεπνιὰ γρικάω τὸ μεσανύχτι.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Καὶ σφαλιχτὰ τὰ μάτια μου σκεπάζω
μὲ τὰ χέρια μου καὶ κρύβω τὸ κεφάλι
βαθιὰ στὸ προσκεφάλι… καὶ κοιτάζω
τανάερο φάντασμα, ποὺ δὲν τρομάζω,
στὰ βάθια της ψυχῆς μου νὰ προβάλλη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Πάσα στιγμή, ποὺ ζῆ τὴν πάσα ἡμέρα,
τὴν ἔγνοια τὴν ἀνείκαστή μου, ὢ Πόθε,
πληθαίνοντας, μοῦ κρυφολές: –Καρτέρα,
νὰ ἰδῆς, λιχνίζοντας στὸν ἴσιο ἀγέρα,
πέρα τὶς πίκρες, τὴ χαρά σου ἐδῶθε!
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ἔλα, ἐκλεκτέ΄, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
ἡ ἐλπίδα μου κ’ ἡ γλυκαπαντοχή μου·
Ἔλα, ἐκλεκτέ, ποὺ ἀκαρτεράω, καὶ πιέ μου,
ροδέμνοστε καὶ παγκαλόμορφέ μου
στὴ φούχτα μου ἐδῶ μέσα τὴ ψυχή μου!
 
Δυό λαμπάδες
 
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
πόχει ἡ Θλιμμένη Παναγιὰ
μυστικὸν ὄρθρον θὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ἡ αὐγὴ ροδίση
σεμνὴν ἀγάπης λειτουργιὰ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Λαμπάδες δυὸ ἀνάφτει ἐκείνη
μ’ ἀπόκρυφην ἀποθυμιὰ
στὸ μαρμαρένιο μανουάλι.
– Ὅ,τι θὰ ποῦνε καὶ θὰ γίνη·
ἃς εἶναι τῆς Ζωῆς σου ἡ μιὰ
καὶ τῆς Ἀγάπης σου ἡ ἄλλη.
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
μὲ τὴν Καλὴ ξαναγυρνῶ
τὸ σήμαντρο γιὰ νὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ὁ ἥλιος δύση,
ἀγάπης ἅγιο σπερνὸ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Καὶ μπαίνει μὲ λαχτάρα ἐκείνη
καὶ μπαίνω θαρρευτὸς μαζί·
ποιὸ κερὶ τάχα ἀνάφτει ἀκόμα;
Ὅπως τὸ εἶπαν καὶ θὰ γίνη:
ἀκόμα ἡ ἀγάπη μου θὰ ζῆ
κι ὅταν μὲ θάψουνε στὸ χῶμα.
 
Συλλογή: «Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919, 1928
 
 

Aριστοτέλης Βαλαωρίτης - O Βράχος καὶ τὸ Κύμα

O Βράχος καὶ τὸ Κύμα

«Μέριασε, βράχε νὰ διαβῶ»! τὸ κύμ’ ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο,
«μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὺ ’σαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βορειᾶς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι’ ἅρματα, κούφια βοὴ γι’ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου ποὺ ’πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σώγλυφα καὶ σώπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ ἰδεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ’ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ’ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ’ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πούθε’ κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκονα, τὸν ἔκρυβα στὸν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τὰ ’φαγα, σ’ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι»…
O βράχος ἐκοιμώτουνε. Στὴν καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ’ταν χλωμό, μισόσβυστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν αἰθέρα
ν’ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήση·
καὶ σήμερ’ ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήση.
«Κύμα, τί θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τί μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ κ’ ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζης,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνης
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν ἦσαι, μάθε τό, εὔκολα δὲν πεθαίνω».
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. M’ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. M’ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορά, καὶ τώρα, κύτταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησε μέ.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη·
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ’ ἀχνάρια…
M’ ἔκαμες ξυλοκρέββατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…
Σὲ ξένους μ’ ἔρριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη·
καταποτήρας εἶμ’ ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου.
Γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κύμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντισε μὲ μιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς στὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβυέται, λυόνει,
σὰν νὰ ’ταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιξε γιὰ λίγο ἀγριωμένη
ἡ θάλασσα κ’ ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὺ ’ταν τὸ στοιχειὸ κανεὶς παρὰ τὸ κύμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Ἀπὸ τὰ «Μνημόσυνα καὶ ἕτερα ποιήματα», 1857

Tάκης Σινόπουλος - EΛΠHNΩP

Tάκης Σινόπουλος - EΛΠHNΩP
λπήνωρ, πς λθες…
OMHPOΣ
Τοπίο θανάτου. ΄H πετρωμένη θάλασσα τὰ μαῦρα κυπαρίσσια
τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ’ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς
τὰ κούφια βράχια ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω
καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα
μονάχα ἀπέραντη ἀρυτίδωτη πηχτὴ σιγῆ.
Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε
ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτάχτε ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νάναι ἐκεῖνος.
Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πὼς θυμηθήκαμε
ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι.
Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ πράγματι στὰ μαῦρα κυπαρίσσια
τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμοὺς
σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα.
Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μιὰ χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα
Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ’ αὐτὴ τὴ χώρα;
εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρὰ
τὸν περσινὸ χειμώνα κι εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτὸ
καθὼς ἐστέγνωνε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο.
M’ ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ
ν’ ἀκοῦς τ’ ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης.
Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ’ αὐτὴ τὴ χώρα
τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;
Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα
βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα ποῦχες λαγοῦ μαλλὶ
γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου Ἐλπήνορα
χαμένε στὶς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας
ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου
πῶς ἦρθες φίλε ἀλλοτινὲ πὼς μπόρεσες
νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιον ἀποκρίσου
ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νάρθεις ἀποκρίσου.
Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω.
Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ.
H θάλασσα τὰ κυπαρίσσια τ’ ἀκρογιάλι πετρωμένα
σ’ ἀκινησία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ
ποῦ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χειρόγραφα
τυραννισμένος ἀπ’ τὴν πίκρα τῆς παντοτινῆς του μοναξιᾶς
μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του
σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα
σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ
στὸν ἀδειανὸ χωρὶς φτερὰ χωρὶς ἠχῶ γαλάζιο αἰθέρα.

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «METAIXMIO» (1951)