Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Γιάννης Γρυπάρης

 Γιάννης Γρυπάρης  Ὁ κισσὸς
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
Μυριόριζος μυριόκλωνος – ὁ πόνος ποὺ πονῶ,
στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγμὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.
Τοὺς δρόμους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς μακρυνούς,
ὥρα καὶ θάβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾶ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεμπούλια.
Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώματα τοῦ πένθιμου κισσοῦ
κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργίτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
μὲς σ’ ἀτρικύμιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.
Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποὺ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῶ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾶ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.
Φουντώνει ἡ νύχτα· κ’ ἔρχουνται τριγύρω μου μιά-μιὰ
κι ὅλες μαζὶ ἀπ’ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.
Μάταια! ζῆ ποτὲ ἡ ζωὴ μ’ ἀνάμνησες ποὺ ζῆ,
ποὺ θὰ ξυπνήση καὶ μ’ αὐτὲς θὰ γύρη,
ἐνῶ ὁλοτρόγυρα βροντᾶ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ’ τῆς ζωῆς, ποὺ ζῆ, τὸ πανηγύρι;
Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.
 
«ΕΛΕΓΕΙΑ»
 
Γιάννης Γρυπάρης - Ὁ Νυμφίος
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ πόυ ὁλόγυρά μου ἁπλώνει
τρέμει θαμπὸ τασημοκάντηλό μου·
καὶ ’δω ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ μόνη
ἀποτραβιοῦμαι, νοιώθω νὰ ζυγώνη
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασμα τοῦ τρόμου.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ὁ χνουδωτὸς καντηλοσβύστης πάει
στὸ φῶς, ποὺ τὸν τραβάει, πάει καὶ πέφτει·
φάντασμα καλοθύμητο περνάει
μ’ ἀνάλαφρον ἀνάσυρμα καὶ πάει
καὶ πνίγεται στὰ βάθη ἐνὸς καθρέφτη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Μὲ νήμ’ ἀνεμοκλώστινο ἡ ἀράχνη
τῆς ἔγνοιας πλέκει στὴν καρδιά μου δίχτυ·
σὰν κάποιο χέρι κρούσταλλό μου ψάχνει
τῶν σπλάχνων μου τὰ σπλάχνη – μὰ οὔτε ἄχνη
μ’ οὐδ’ ἀνεπνιὰ γρικάω τὸ μεσανύχτι.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Καὶ σφαλιχτὰ τὰ μάτια μου σκεπάζω
μὲ τὰ χέρια μου καὶ κρύβω τὸ κεφάλι
βαθιὰ στὸ προσκεφάλι… καὶ κοιτάζω
τανάερο φάντασμα, ποὺ δὲν τρομάζω,
στὰ βάθια της ψυχῆς μου νὰ προβάλλη.
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Πάσα στιγμή, ποὺ ζῆ τὴν πάσα ἡμέρα,
τὴν ἔγνοια τὴν ἀνείκαστή μου, ὢ Πόθε,
πληθαίνοντας, μοῦ κρυφολές: –Καρτέρα,
νὰ ἰδῆς, λιχνίζοντας στὸν ἴσιο ἀγέρα,
πέρα τὶς πίκρες, τὴ χαρά σου ἐδῶθε!
– Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Ἔλα, ἐκλεκτέ΄, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
ἡ ἐλπίδα μου κ’ ἡ γλυκαπαντοχή μου·
Ἔλα, ἐκλεκτέ, ποὺ ἀκαρτεράω, καὶ πιέ μου,
ροδέμνοστε καὶ παγκαλόμορφέ μου
στὴ φούχτα μου ἐδῶ μέσα τὴ ψυχή μου!
 
Δυό λαμπάδες
 
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
πόχει ἡ Θλιμμένη Παναγιὰ
μυστικὸν ὄρθρον θὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ἡ αὐγὴ ροδίση
σεμνὴν ἀγάπης λειτουργιὰ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Λαμπάδες δυὸ ἀνάφτει ἐκείνη
μ’ ἀπόκρυφην ἀποθυμιὰ
στὸ μαρμαρένιο μανουάλι.
– Ὅ,τι θὰ ποῦνε καὶ θὰ γίνη·
ἃς εἶναι τῆς Ζωῆς σου ἡ μιὰ
καὶ τῆς Ἀγάπης σου ἡ ἄλλη.
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
μὲ τὴν Καλὴ ξαναγυρνῶ
τὸ σήμαντρο γιὰ νὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ὁ ἥλιος δύση,
ἀγάπης ἅγιο σπερνὸ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Καὶ μπαίνει μὲ λαχτάρα ἐκείνη
καὶ μπαίνω θαρρευτὸς μαζί·
ποιὸ κερὶ τάχα ἀνάφτει ἀκόμα;
Ὅπως τὸ εἶπαν καὶ θὰ γίνη:
ἀκόμα ἡ ἀγάπη μου θὰ ζῆ
κι ὅταν μὲ θάψουνε στὸ χῶμα.
 
Συλλογή: «Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες» 1919, 1928
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου