Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Ποίηση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου

Δημήτρης Δασκαλόπουλος - Γανυμήδης
Ὁ Γανυμήδης ὁ μικρός, ὁ γιὸς τῆς Καλλιρρόης,
κάτοικος τοῦ πηλοῦ δυὸ χιλιάδες χρόνια τώρα
στενεμένος τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀπ’ τὴ σιωπὴ
καὶ τὸ ψημένο κορμί του
ἕνα Σαββάτο βράδυ μία Κυριακὴ πρωὶ
κατέβηκε ἀπ’ τὸ βάθρο του
κάνοντας θρύψαλα τὸ πεντακάθαρο
προστατευτικὸ κρύσταλλο
καὶ πῆρε τοὺς δρόμους.
Ἡ ἄνοιξη μοσχοβόλαγε –γειτόνισσα τοῦ θανάτου…
Στὸ πρῶτο στενὸ τὸν πῆραν ἀπὸ πίσω
ὄμορφοι ἔφηβοι μὲ δύσκολες
ἀμετάφραστες κουβέντες.
Χώθηκε τρέχοντας στὰ γνώριμα στενὰ
καὶ πλάγιασε στὰ σκαλοπάτια τοῦ Ἡφαιστείου.
Ὁ ἠλεκτρικὸς ταξίδευε ὀληνύχτα τὴν πολιτεία
ἐγκλωβισμένο ἐκκρεμές.
Τὰ χαράματα τράβηξε
κατὰ τὸ ρημοκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ἄναψε ἕνα ἕνα τὰ μανουάλια καὶ τὶς λαμπάδες
φόρεσε τὰ χρυσὰ ἄμφια
ἔρριξε καρβουνάκι στὸ ἄνεργο θυμιατὸ
καὶ λειτούργησε.
Ὕστερα γύρισε τρέχοντας
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ θεοῦ-πατέρα του.
Ἀκόμα καὶ σήμερα θὰ τὸν δεῖτε
Νὰ στέκει στὸ βάθρο του
γαληνεμένος ἤρεμος
φορώντας τὸ πιὸ γλυκὸ χαμόγελο
στὰ ὀνειρεμένα χείλη.
Μέχρι τὴν ἄλλη Κυριακὴ
μέχρι τὸν ἄλλον αἰώνα.
(Νέκυια, 1978)
 
 
Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο
Το Νάσου Βαγεν
Τὰ πράγματα εἶναι ὅπως τὰ γνώρισες.
Λίγο χειρότερα ἴσως, γιατί
ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει τὶς συφορές.
Ἡ συφορὰ εἶναι ἕνα σκληρὸ προσκεφάλι ὅπου πλαγιάζω
καὶ δὲν λέει νὰ μὲ πάρει ὁ ὕπνος.
Τὶς νύχτες βυθίζομαι
σ’ ἕνα μαῦρο ποὺ ἀναιρεῖ τὸ σκοτάδι
καὶ μετρῶ ἑκατὸ ἄσπρα πρόβατα
ποὺ ὡρίμασαν γιὰ τὴ Λαμπρὴ
ἢ παραδίνομαι στὰ ὄνειρα. Σιγὰ σιγὰ συνηθίζω…
Κι ὅταν ἀνέβει ὁ ἥλιος
πρέπει νὰ στύψω δυνατὰ μίαν ἀχτίδα
γιὰ νὰ κατεβάσει μία σταγόνα φῶς.
Ὕστερα ἀρχίζω τὸ πάρε δῶσε μὲ τὶς λέξεις
ποὺ κυκλοφοροῦν σὰν λεωφορεῖα
ἢ σὰν παραποιημένη εἴδηση.
Ξέρεις, ἀπ’ ὅλα τὰ μέσα συγκοινωνίας
τὰ πιὸ σαράβαλα εἶναι οἱ λέξεις·
κάθε τόσο μ’ ἐγκαταλείπουν μεσοστρατίς.
Κάποτε
μὲ λιγοστὲς φράσεις μποροῦσες
νὰ ταξιδέψεις μίαν ἀπόσταση πολλῶν χρόνων.
Τώρα βάζω τὶς λέξεις στὴ σειρὰ
φράζω τὴν ἔξοδο μὲ μίαν ὁλοστρόγγυλη τελεία
μὰ ἐκεῖνες δραπετεύουν
γλιστρώντας
πάνω στὸν ἄσπρο τοῖχο τῆς σελίδας.
Προτιμοῦν νὰ γίνουν σύνθημα σὲ διαδήλωση
διαφημιστικὸ μήνυμα
οὐρλιαχτὸ ζώου
τὴν ὥρα ποὺ σωριάζεται ὁ κατάδικος πυροβολημένος.
Πῶς νὰ σοῦ γράψω, Ἐρμόλαε;
Βρίσκομαι πάνω σ’ ἕνα κάρο
κατηφορίζοντας στενὰ καλντερίμια·
Τ’ ἄλογα ἀφήνισαν καὶ σπάσαν τὰ γκέμια.
 
Πῶς νὰ σοῦ γράψω;
Οἱ λέξεις πού μοῦ ἀπόμειναν μυρίζουν σφαγεῖο.
Τὶς ἀποθέτω μὲ τρυφεράδα στὸ χαρτὶ
μὰ κεῖνες ἀφορμίζουνε καὶ στάζουν αἷμα
ὅπως οἱ τρυπημένες παλάμες
τοῦ Ἐσταυρωμένου.
(Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο, 1981)
Βιογραφικὸ σημείωμα
Ἔχει μετέλθει πολλὰ ἐπαγγέλματα.
Σὲ δύσκολες ὧρες ἰδιώτευσε
ὡς μεσίτης πόθων καὶ ὡς προξενητὴς
ἀνεκπλήρωτων ὀνείρων. Ἐπιδόθηκε
στὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν: τῆς σιωπῆς,
τῶν χρωμάτων, τῆς ἁφῆς, τῆς μουσικῆς,
τῶν ψιθύρων. Μὲ ἰδιαίτερη εὐχέρεια
χειρίζεται τὴ διάλεκτο τοῦ μαύρου, ἰδίως
ὅπως ὁμιλεῖται μεσουρανοῦντος τοῦ ἥλιου.
Προσφάτως παρακολουθεῖ ἰδίαις δαπάναις
μαθήματα ἀποχρώσεων καὶ ὑπεκφυγῶν.
Στὸν ἐλεύθερο χρόνο του
προτιμᾶ νὰ διαβάζει ὀλιγοσέλιδα βιβλία
κυρίως γιὰ τὰ ἴχνη αἵματος
ποὺ ἀφήνουν στὰ δάχτυλα
καθὼς τὰ ξεφυλλίζεις.
 
(Ὑπαινιγμοί, 2007)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου