Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Aριστοτέλης Βαλαωρίτης - O Βράχος καὶ τὸ Κύμα

O Βράχος καὶ τὸ Κύμα

«Μέριασε, βράχε νὰ διαβῶ»! τὸ κύμ’ ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο,
«μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὺ ’σαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βορειᾶς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι’ ἅρματα, κούφια βοὴ γι’ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου ποὺ ’πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σώγλυφα καὶ σώπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ ἰδεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ’ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ’ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ’ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πούθε’ κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκονα, τὸν ἔκρυβα στὸν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τὰ ’φαγα, σ’ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι»…
O βράχος ἐκοιμώτουνε. Στὴν καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ’ταν χλωμό, μισόσβυστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν αἰθέρα
ν’ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήση·
καὶ σήμερ’ ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήση.
«Κύμα, τί θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τί μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ κ’ ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζης,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνης
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν ἦσαι, μάθε τό, εὔκολα δὲν πεθαίνω».
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. M’ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. M’ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορά, καὶ τώρα, κύτταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησε μέ.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη·
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ’ ἀχνάρια…
M’ ἔκαμες ξυλοκρέββατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…
Σὲ ξένους μ’ ἔρριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη·
καταποτήρας εἶμ’ ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου.
Γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κύμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντισε μὲ μιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς στὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβυέται, λυόνει,
σὰν νὰ ’ταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιξε γιὰ λίγο ἀγριωμένη
ἡ θάλασσα κ’ ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὺ ’ταν τὸ στοιχειὸ κανεὶς παρὰ τὸ κύμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Ἀπὸ τὰ «Μνημόσυνα καὶ ἕτερα ποιήματα», 1857

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου