Ἐλπήνωρ, πὼς ἦλθες…
OMHPOΣ
Τοπίο θανάτου. ΄H πετρωμένη θάλασσα τὰ μαῦρα κυπαρίσσια
τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ’ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς
τὰ κούφια βράχια ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω
καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα
μονάχα ἀπέραντη ἀρυτίδωτη πηχτὴ σιγῆ.
Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε
ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτάχτε ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νάναι ἐκεῖνος.
Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πὼς θυμηθήκαμε
ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι.
Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ πράγματι στὰ μαῦρα κυπαρίσσια
τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμοὺς
σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα.
Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μιὰ χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα
Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ’ αὐτὴ τὴ χώρα;
εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρὰ
τὸν περσινὸ χειμώνα κι εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτὸ
καθὼς ἐστέγνωνε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο.
M’ ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ
ν’ ἀκοῦς τ’ ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης.
Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ’ αὐτὴ τὴ χώρα
τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;
Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα
βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα ποῦχες λαγοῦ μαλλὶ
γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου Ἐλπήνορα
χαμένε στὶς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας
ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου
πῶς ἦρθες φίλε ἀλλοτινὲ πὼς μπόρεσες
νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιον ἀποκρίσου
ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νάρθεις ἀποκρίσου.
Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω.
Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ.
H θάλασσα τὰ κυπαρίσσια τ’ ἀκρογιάλι πετρωμένα
σ’ ἀκινησία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ
ποῦ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χειρόγραφα
τυραννισμένος ἀπ’ τὴν πίκρα τῆς παντοτινῆς του μοναξιᾶς
μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του
σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα
σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ
στὸν ἀδειανὸ χωρὶς φτερὰ χωρὶς ἠχῶ γαλάζιο αἰθέρα.
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «METAIXMIO» (1951)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου