Μὲ τὶς λέξεις σου νὰ εἶσαι πολὺ προσεχτικὸς
ὅπως εἶσαι ἀκριβῶς μ’ ἕναν βαριὰ τραυματισμένο
ποῦ κουβαλᾶς στὸν ὦμο.
Ἐκεῖ ποὺ προχωρᾶς μέσα στὴ νύχτα
μπορεῖ νὰ τύχει νὰ γλιστρήσεις στοὺς κρατῆρες τῶν ὀβίδων
μπορεῖ νὰ τύχει νὰ μπλεχτεῖς στὰ συρματοπλέγματα.
Νὰ ψαχουλεύεις στὸ σκοτάδι μὲ τὰ γυμνά σου πόδια
κι ὅσο μπορεῖς μὴ σκύβεις
γιὰ νὰ μὴ σούρνονται τὰ χέρια του στὸ χῶμα.
Βάδιζε πάντα σταθερὰ
σὰν νὰ πιστεύεις πὼς θὰ φτάσεις πρὶν σταματήσει ἡ καρδιά του.
Νὰ ἐκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη ἀπ’ τὶς ριπὲς τῶν πολυβόλων
γιὰ νὰ κρατᾶς σωστὸν τὸν προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στὶς γραμμὲς τῶν δυὸ μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος ἔτσι νὰ βαδίζεις
σὰν νὰ πιστεύεις πὼς θὰ φτάσεις ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ
ἐκεῖ στὴν πρωινὴ τὴν πράσινη σκιὰ ἐνὸς μεγάλου δέντρου.
Πρὸς τὸ παρόν, νὰ ’σαι πολὺ προσεχτικὸς
ὅπως εἶσαι ἀκριβῶς μ’ ἕναν μελλοθάνατο ποὺ κουβαλᾶς στὸν ὦμο.
«Εὐθύτης ὁδῶν», 1959
Ἐπιστροφὴ
Ἔτσι ποὺ γυρίσαμε
γυαλίζουνε οἱ ράγιες στὸ σκοτάδι
ἀπ’ τὴν πολλὴ σιωπὴ
ἔτσι ποὺ γυρίσαμε
βρήκαμε τοὺς εἰσπράκτορες σφαγμένους
καὶ τὸ πεντακοσάρικο γιὰ τὸ εἰσιτήριο
θὰ μᾶς περισσεύει
καὶ τὰ τέσσερα χρόνια
γι’ αὐτὸ ποὺ λέγαμε ζωή μας
θὰ μᾶς λείπουν
ἔτσι ποὺ γυρίσαμε κι οἱ δρόμοι προχωρᾶνε
τετραγωνίζοντας τὴν ἄδεια πολιτεία
σὲ πένθιμους φακέλους
κι αὐτὸς ὁ ἀστυφύλακας περνάει καὶ χασμουριέται
Θεέ μου! ἃς μίλαγε τουλάχιστον αὐτὸς
κι ἅς μοῦ ζητοῦσε
τὴν ταυτότητά μου.
«Ἄγονος γραμμή», 1952
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου