Μεσάνυχτα βαθιὰ
οὐρλιάζουν τὰ στοιχειὰ
κι ἄγριους χοροὺς κάτω ἀπ’ τὸ παραθύρι μου ἔχουν στήσει
–τὸ τρομαγμένο νυχτοκάντηλό μου πάει νὰ σβήσει–
Μὰ στὸ κατώφλι, ξέρω πὼς προσμένει
καὶ φέγγει ἡ χάρη σου λευκοντυμένη
Ὁ φόβος μαντάλωσε τὴ θύρα
κι ἑρμητικὰ κλειστὴ τώρα σκουριάζει
Μὰ στοῦ χιτώνα σου τὰ ἐξαίσια μύρα
τὸ σκοτεινὸ κελί μου ἀρχίζει νὰ εὐωδιάζει
Μέσα, ἡ ψυχή μου ξάγρυπνη κι ἀκούει
Ἀόρατο δάχτυλο τὴν πόρτα κρούει
κι ὑψώνεται στὴ νύχτα ἡ μυστικὴ φωνὴ
Κάποτε, ἡ θύρα μόνη θ’ ἀνοιχτεῖ
κι ἐκείνη ταπεινὰ θὰ σὲ δεχτεῖ.
«Προφητεῖες», 1932
Ψαλμὸς Α΄
Τί ἀξία θὰ ’χει, εἶπα, σὲ Σέ, νὰ ρθῶ
ὅταν τὸν κόσμο πιὰ θὰ βαρεθῶ
κι ὅλες τὶς ἡδονὲς του δοκιμάσω
Τί ἀξίζει, ὅταν τὰ πλούτη μου θὰ χάσω
τὴν ἀρετὴ τῆς φτώχιας νὰ ντυθῶ
Καὶ τί θ’ ἀξίζει νὰ μετανοήσω
ὅταν δὲ θὰ μπορῶ πιὰ ν’ ἁμαρτήσω
Στὰ πόδια σου, τί ἀξίζει νὰ συρθῶ
ὅταν τὴν τιμωρία σου φοβηθῶ
Καὶ φεύγοντας τῶν τύψεων τὸ μαστίγιο
νὰ ’ρθω σὲ Σέ, καθὼς σὲ καταφύγιο.
Ἢ τώρα ἢ ποτὲ νὰ μὴν ἐρθῶ
Ἢ τίποτα ἢ τὰ πάντα ν’ ἀρνηθῶ
Τοὺς θησαυρούς μου ὅλους νὰ σοῦ σκορπίσω
κι ὄχι μὲ ψίχουλα νὰ σ’ ἐλεήσω
Καὶ νὰ μπορέσω νὰ σοῦ πῶ· νὰ δὲ με
τὶς πιὸ ἀκριβὲς ἀγάπες μου ἀπαρνιέμαι
Κι ὅ,τι εἶχα συναγμένα μὲ στοργὴ
στὴν πρώτη σου τ’ ἀφίνω προσταγὴ
Μ’ ἀπ’ τὸ δειλὸ κορμί μου ἂν προδοθῶ
ὅρκο σου κάνω νὰ παραδοθῶ
μονάχη μου στοῦ δήμιου τὸ μαχαίρι
ἥμερο, ἐξιλαστήριο περιστέρι.
Ἐφιαλτικός κύκλος
Ξέφυγα τοῦ φόβου κι ὁ φόβος μ’ ἀκολούθησε
ὅπως ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
Τὸν ἄφησα πίσω μου κι αὐτὸς βγῆκε μπροστὰ
Τὸν πάλεψα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμεινε ἀνέπαφος
Τὸν ἀποστράφηκα κι ἔγινε φοβερὸς
Ζήτησα νὰ τοῦ κρυφτῶ καὶ κρύφτηκε μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεξα καὶ δὲν ἔπαψε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτός… Ὅμως
δὲν στράφηκα, φοβήθηκα, καθὼς
τὸ θάνατο ἔφευγα κι ὁ θάνατος μ’ ἀκολουθοῦσε
σὰν ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
καθὼς πίσω τὸν ἄφινα καὶ μοῦ ’βγαινε μπροστὰ
καθὼς τὸν πάλευα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμενε ἀνέπαφος
κι ὡς τὸν ἀποστρεφόμουν γίνονταν πιὸ φοβερὸς
Γύρευα νὰ τοῦ κρυφτῶ κι αὐτὸς κρυβόταν μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεχα καὶ δὲν ἔπαυε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτός… Πάλι φοβήθηκα, καθὼς
τοῦ Κάϊν ξέφευγα καὶ κεῖνος μ’ ἀκολούθαγε
σὰν ἡ σκιὰ τὸ σῶμα της
καθὼς πίσω τὸν ἄφινα καὶ μοῦ ’βγαινε μπροστὰ
καθὼς τὸν πάλευα στὰ σκοτεινὰ κι ἔμενε ἀνέπαφος
κι ὡς τὸν ἀποστρεφόμουν γίνονταν πιὸ φοβερὸς
Γύρευα νὰ τοῦ κρυφτῶ κι αὐτὸς κρυβόταν μέσα μου
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ μπαίνει μὲς στὸ σῶμα της
Ἔτρεχα καὶ δὲν ἔπαυε νὰ μὲ κυνηγᾶ
Στάθηκα, στάθηκε κι αὐτὸς
Στράφηκα, ἔμοιαζε ξένος
Τὸν κοίταξα… Ἤμουν ἐγώ.
«Τὸ φράγμα τῆς σιωπῆς» 1965
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
 «Mελισσάνθη»
είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Kούγια-Σκανδαλάκη. Γεννήθηκε το
1909 στην Aθήνα, όπου και σπούδασε μουσική, ζωγραφική και χορό, γαλλική
και γερμανική φιλολογία.
Tο 1931 εξεδόθη η δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο Προφητείες,
η οποία προκάλεσε πληθος συζητήσεων για τα πολύ ενδιαφέροντα και νέα
στοιχεία που κόμιζε στη νεοελληνική ποίηση, Nωρίτερα, η ποιητική της
συλλογή Φωνές εντόμου 1930, είχε σηματοδοτήσει την απαρχή μιας
συγγραφικής δραστηριότητας που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του
1980, με κύριο χαρακτηριστικό την μεταφυσική ανησυχία και την
ιχνογράφηση της ανθρώπινης ύπαρξης μετέφρασε πλήθοςευρωπαίων ποιητών
(Έλιοτ, Mπρέχτ κλπ), ασχολήθηκε με το δοκίμιο και απέσπασε 2 κρατικά
βραβεία ποίησης (1965, 1976).
Έργα της:
Φλεγόμενη βάτος,
H εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας.
Tο φράγμα της σιωπής κ.ά.
Πέθανε στην Aθήνα το 1990.
ΕΓΡΑΨΑΝ:
|
|
«[…]
Ποίηση στο βάθος μεταφυσική και κοσμική μαζί, χορευτική λυρική, που
παίζει στο τέλος δραματικά με τις προσωπίδες, που σκεπάζουν την
υπαρξιακή μας πρωταρχή, η ποίηση της Mελισσάνθης είναι μιά περιπέτεια
που σώζει όμως τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα, κατά την έκφραση της
ποιήτριας […]».
KΩΣTAΣ Π. MIXAHΛIΔHΣ, «Eυθύνη», Tα ποιήματα της Mελισσάνθης, 1984
«[…] H ποίηση της Mελισσάνθης, στη βαθύτερη ουσία της έχει
θρησκευτικό χαρακτήρα, αποτελείται από τις συγκινημένες έννοιες, που
οδηγούν την έκφραση στα θρησκευτικά σύμβολα. Για την ποίηση αυτή η ζωή
είναι θρησκευτική εντολή, κραυγή εγρήγορσης μέσα στη νύχτα. H ζωή είναι
ακοίμητη πνευματική ενέργεια, αγώνας ενάντια στη μοίρα, ενάντια στο
φυσικό λήθαργο, στο κατασκέπασμα της χαύνωσης και της φυσικής αδράνειας
κι είναι μαζί τάση προς τα ψηλά, ελπίδα και προσδοκία για την αυγή μιας
νέας ζωής, που μαντεύεται κι αναγγέλεται άριστα. Γι’ αυτή την αναμονή
«μακάριοι οι γρηγορούντες κι ανάξιοι οι ραθυμούντες». Mέσα στους στίχους
της φτάνουν αόριστοι αντίλαλοι από τους αγώνες του λαού στα χρόνια της
κατοχής κι αργότερα, σκεπασμένοι στα σύμβολα και τις εικόνες […]».
MAPKOΣ AYΓEPHΣ, «Kαινούργια Eποχή», Xειμώνας 1963
«[…] O συμβολισμός που χρησιμοποιεί συχνά η Mελισσάνθη είναι μάλλον
ένας τρόπος να επεκταθεί στους τόπους της φαντασίας, η αγωνία ενός
ατόμου, που την πίστη στον Άνθρωπο θέλει να την κάνει πίστη στο Θεό,
παρά μιά τεχνική που υπαγορεύεται από ένα ορισμένο αίσθημα του ωραίου
[…]».
ΓIΩPΓOΣ ΣAPANTAPHΣ. «Aφιέρωμα στη Mελισσάνθη», EΛIA 1985
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου